πετρέλαιο,
το, ουσ.
[<πέτρα + έλαιον], το πετρέλαιο. 1. το χρήμα ως κινητήριος δύναμη:
«όταν σου λείπει το πετρέλαιο, είσαι ένα τίποτα». Από το ότι το πετρέλαιο είναι
απαραίτητο για να λειτουργήσει ομαλά η σύγχρονη ζωή, απαραίτητο για τη
βιομηχανία και γενικά για τον πλουτισμό μιας χώρας. 2. οινοπνευματώδες ποτό
κακής ποιότητας, νοθευμένο, που φέρνει αμέσως ζαλάδα ή στομαχικές διαταραχές:
«μην πας στο τάδε μπαράκι, γιατί σερβίρουν πετρέλαιο». Συνών. μπόμπα (2) /
χειροβομβίδα. (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- βρήκα
πετρέλαιο, βλ. συνηθέστ. χτύπησα πετρέλαιο·
- δεν
υπάρχει πετρέλαιο, είμαι τελείως άφραγκος: «μη μου ζητάς ούτε δραχμή, γιατί
δεν υπάρχει πετρέλαιο»·
- έγινε
πετρέλαιο (κάτι), απέτυχε: «κάποια στιγμή άρχισαν οι διαφωνίες κι έγινε
πετρέλαιο η υπόθεση»·
- έγινε
πετρέλαιο η δουλειά ή η δουλειά έγινε πετρέλαιο, βλ. λ. δουλειά·
- θα
σου αλλάξω τα πετρέλαια, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε καταβασανίσω,
θα σε καταταλαιπωρήσω, θα σε δείρω άγρια και, κατ’ επέκταση, θα σε κατανικήσω:
«αν σε πάρω στη δουλειά μου, να ’χεις υπόψη σου πως θα σου αλλάξω τα πετρέλαια ||
δε μαλώνει μαζί μου, γιατί ξέρει πως θα του αλλάξω τα πετρέλαια || μην παίξεις
τάβλι μαζί μου, γιατί θα σου αλλάξω τα πετρέλαια»·
- καίει
πετρέλαιο, (για πρόσωπα) είναι μικρόνους, δεν παίρνει γρήγορα στροφές το
μυαλό του και ενοχλεί τους άλλους με τις βλακείες που λέει: «μην του μπαίνεις
του καημένου, δεν τον βλέπεις που καίει ακόμη πετρέλαιο!». Αναφορά στα
αυτοκίνητα παλιάς τεχνολογίας, στα γκαζοζέν, που κινούνταν με πετρέλαιο και δεν
ήταν αποδοτικά όσο τα σημερινά που κινούνται με βενζίνη ή στην ελαττωματική
μηχανή αυτοκινήτου, που καταναλώνει πετρέλαιο πολύ πιο πέρα από το κανονικό·
- μου
άλλαξε τα πετρέλαια, α.
με καταβασάνισε,
με καταταλαιπώρησε, με έδειρε άγρια και, κατ’ επέκταση, με κατανίκησε: «δεν τα
βάζω μαζί μου, γιατί την προηγούμενη φορά μου άλλαξε τα πετρέλαια». β. (και
για τα δυο φύλα) με εξουθένωσε κατά τη σεξουαλική πράξη: «ήταν τόσο θερμή
γυναίκα, που μου άλλαξε τα πετρέλαια». Συνών. μου άλλαξε τα φώτα·
- της
αλλάζω τα πετρέλαια, την
εξουθενώνω από τη συνεχή επιβολή της σεξουαλικής πράξης: «την είχα όλο το βράδυ
στην γκαρσονιέρα και της άλλαξα τα πετρέλαια». Συνών. της αλλάζω τα
πετρέλαια· βλ. και φρ. του αλλάζω τα πετρέλαια·
- του
αλλάζω τα πετρέλαια, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον δέρνω άγρια
και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «τον πήρα μαζί μου να με βοηθήσει στη μετακόμιση
που έκανα και του άλλαξα τα πετρέλαια στο κουβάλημα || τον άρπαξε στα χέρια του
και του άλλαξε τα πετρέλαια || παίξαμε τάβλι και του άλλαξα τα πετρέλαια».
Συνών. του αλλάζω τα φώτα· βλ. και φρ. της αλλάζω τα πετρέλαια·
- του
αλλάζω τα πετρέλαια στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του
βάζω (του κάνω, του πατώ, του τραβώ) ένα κλύσμα με πετρέλαιο, βλ. λ. κλύσμα·
- τραβώ
πετρέλαιο, αντλώ από το δοχείο ή από το βαρέλι: «τράβηξε πετρέλαιο απ’ το
βαρέλι για να το βάλει στη θερμάστρα»· βλ. και φρ. τραβώ το πετρέλαιο·
- τραβώ
το πετρέλαιο, το αντλώ από την πηγή του, από τη φλέβα του: «μετά την
ανακάλυψη του κοιτάσματος, οι τεχνικοί προετοιμάζονται να τραβήξουν το
πετρέλαιο»· βλ. και φρ. τραβώ πετρέλαιο·
-
χτύπησα πετρέλαιο, βρήκα
το μέσο ή τον τρόπο να περνώ άνετη και πλούσια ζωή: «πάλι χτύπησε πετρέλαιο ο
τύπος με τη γνωριμία που έκανε με την κόρη του εφοπλιστή». Από την εικόνα του
γεωτρύπανου που χτυπάει φλέβα πετρελαίου.