πετονιά
κ. μπετονιά,
η, ουσ. [από το ρ. πετώ], η πετονιά·
- αν
δε ρίξεις την πετονιά, δεν πιάνεις ψάρι, αν δεν ενεργήσεις κατάλληλα, δε θα
μπορέσεις να φέρεις σε αίσιο τέλος κάποια επιδίωξή σου, κάποιο σκοπό σου: «αν
δε ρίξεις την πετονιά, δεν πιάνεις ψάρι, γι’ αυτό πρέπει να σκεφτείς καλά πώς
θα ενεργήσεις».