απιστία,
η, ουσ.
[<αρχ. ἀπιστία], η απιστία· η παράβαση της συζυγικής πίστης, η μοιχεία: «του
στοίχισε πολύ ακριβά η απιστία της γυναίκας του». (Λαϊκό τραγούδι: μα η
γυναίκα σαν την Εύα την απιστία έχει στη φλέβα)·
- κάνει
απιστίες, (και για τα δυο φύλα) παραβαίνει τη συζυγική του πίστη, γίνεται
μοιχός: «δεν τη νοιάζει που ο άντρας της πηγαίνει με άλλες γυναίκες, γιατί κι
αυτή κάθε τόσο κάνει απιστίες»·
- μας
κάνει απιστίες, έπαψε να έρχεται στην παρέα μας όπως ερχόταν, γιατί βρήκε
άλλη παρέα: «απ’ τη μέρα που πήρε το πτυχίο του δικηγόρου, έμπλεξε με τους
δικηγόρους και μας κάνει απιστίες»·
- μου
κάνει απιστίες, έπαψε να είναι πελάτης στο κατάστημά μου όπως ήταν παλιά,
γιατί άρχισε να ψωνίζει και από άλλο κατάστημα: «απ’ τη μέρα που άνοιξε το
σούπερ μάρκετ στη γειτονιά μας, άρχισε να μου κάνει απιστίες ο φίλος σου».