πέταμα
κ. πέταγμα,
το, ουσ. [<πετώ], το πέταμα·
- γενική
επισκευή και πέταμα, βλ. λ. επισκευή·
- δεν
τα ’χω για πέταμα (ενν. τα λεφτά μου), σκέφτομαι πάρα πολύ καλά πού θα τα
δώσω ή πώς, πού και πότε θα τα χρησιμοποιήσω: «εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις,
δε δίνω ποτέ δανεικά, γιατί δεν τα ’χω για πέταμα || εξετάζω πάρα πολύ καλά την
επιχείρηση, πριν επενδύσω τα λεφτά μου, γιατί δεν τα ’χω για πέταμα»·
- είναι
για πέταμα, α. (για πρόσωπα) δεν αξίζει τίποτα, είναι άχρηστος: «ο
φίλος σου είναι για πέταμα». β. (για μηχανήματα ή αντικείμενα) έχει
ανεπανόρθωτη βλάβη, είναι τελείως άχρηστο, έχει καταστραφεί εντελώς: «όπως
έγινε τ’ αυτοκίνητό μου, είναι για πέταμα || η τηλεόρασή μου είναι για πέταμα»·
βλ. και φρ. τα ’χω για πέταμα·
- είναι
για πέταμα η δουλειά ή η δουλειά είναι για πέταμα, βλ. λ. δουλειά·
- έχεις
λεφτά για πέταμα; βλ. λ. λεφτά·
- πράμα
για πέταμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τα
’χω για πέταμα (ενν. τα λεφτά μου), δεν τα προορίζω για κάποιον σοβαρό
σκοπό, μου περισσεύουν και μπορώ να τα ξοδέψω, ιδίως σε γλέντια και
διασκεδάσεις: «απ’ τη στιγμή που πλήρωσα όλες τις υποχρεώσεις μου, αυτά που με
περίσσεψαν τα ’χω για πέταμα». Πολλές φορές, και σε ερωτηματικό τύπο: «τα ’χεις
για πέταμα και κάνεις τόσα πολλά έξοδα;».