πέρσι
κ. πέρυσι κ.
επέρσι, επίρρ. [<μτγν. πέρσι <αρχ. πέρυσι], πέρσι·
- κάθε
πέρσι και καλύτερα, απαισιόδοξη διαπίστωση πως γενικά η κατάσταση χρόνο με
το χρόνο επιδεινώνεται. Πολλές φορές, η φρ. συνεχίζεται με το κάθε φέτος και
χειρότερα·
-
ούτε πέρσι δεν…, έκφραση
ικανοποίησης για κάτι που αποκτήσαμε ή για κάτι που περάσαμε: «ωραίο κουστούμι!
-Ούτε πέρσι δεν είχα τέτοιο || πέρασες καλά στις διακοπές; -Ούτε πέρσι δεν
πέρασα έτσι»·
-
πέρσι έκλασε, φέτος βρόμισε, βλ.
φρ. πέρσι κάηκε,
φέτος μύρισε·
-
πέρσι κάηκε, φέτος μύρισε, λέγεται
για γεγονός που σχολιάζεται ή για πράξη για την οποία αντιδρούμε πολύ
καθυστερημένα: «θα τον δείρω, γιατί θυμάσαι τότε που με κατηγόρησε; -Πέρσι κάηκε,
φέτος μύρισε»·
- πέρσι
ψόφησε, φέτος βρόμισε, βλ. φρ. πέρσι κάηκε, φέτος μύρισε.