περονόσπορος,
ο, ουσ.
[<νεολατιν. peronospora <ελλ. περόνη + σπορά], ο περονόσπορος· η ταυτόχρονη
παρουσία πολλών τρακαδόρων σε ένα χώρο και η πράξη της τράκας που γίνεται
επανειλημμένα από τον ίδιο τρακαδόρο στο ίδιο θύμα·
- έπεσε
περονόσπορος, α. εμφανίστηκαν γνωστοί τρακαδόροι: «παιδιά, έχετε το
νου σας, γιατί έπεσε περονόσπορος». β. (για εμπόριο ή για κίνηση της
αγοράς) υπάρχει αναδουλειά: «τους τελευταίους μήνες έπεσε περονόσπορος στην
αγορά», δηλ. περνάμε περίοδο μεγάλης αναδουλειάς. Αναφορά στην καταστροφική για
το κλήμα ασθένεια.