περνιέμαι,
ρ. [<περνώ]. 1.
θεωρώ τον εαυτό μου, θεωρούμαι: «θέλει να περνιέται για μεγάλος και τρανός ||
έχει μια μικρή βιοτεχνία και περνιέται για βιομήχανος». (Λαϊκό τραγούδι: ήταν
ο Δελαπατρίδης γελαστός κι ευγενικός, μα περνιότανε ο δόλιος για τρανός
πολιτικός).2. ανταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι με κάποιον ή με
κάποιους: «περνιόμαστε στο τρέξιμο;»·
- δεν
περνιέται, είναι αδύνατο να διαβεί κανείς: «το γεφύρι είναι ετοιμόρροπο,
γι’ αυτό δεν περνιέται απ’ αυτό το φορτηγό || ο δρόμος είναι γεμάτος λάσπες,
γι’ αυτό δεν περνιέται χωρίς ψηλές μπότες».