περμανάντ,
η κ. περμανάντ,
το, άκλ. ουσ. [<γαλλ. permanente], η περμανάντ·
- εμείς
τι κάνουμε, περμανάντ σε σκαντζόχοιρους; βλ. φρ. εμείς τι κάνουμε, αβγά
κουρεύουμε; βλ. λ. αβγό·
- τι
την ήθελα την περμανάντ! έκφραση απογοήτευσης ατόμου που καταπιάστηκε ή
ασχολήθηκε με δουλειές ή υποθέσεις που ήταν πάνω από τις δυνάμεις του, από τις
δυνατότητές του, και ενώ είχε την εντύπωση πως θα ωφεληθεί, τελικά ζημιώθηκε.
Συνών. τι τα ’θελα τα λούσα! / τι τα ’θελα τα μπικουτί! / τι την ήθελα τη
μιζαμπλί(!).