περιωπή,
η, συνήθως στη
γεν. περιωπής, ουσ. [<αρχ. περιωπή], η εξέχουσα κοινωνική,
επιστημονική, οικονομική, πολιτική ή καλλιτεχνική θέση, η γενική αναγνώριση, η
γενική αποδοχή, το κύρος: «είναι επιστήμονας περιωπής || είναι συγγραφέας
περιωπής»·
- από
θέση περιωπής, βλ. λ θέση·
- άνθρωπος
περιωπής, βλ. λ. άνθρωπος·
- έχω
πολύ περιωπής (κάποιον ή κάτι), το(ν) εκτιμώ πολύ, το(ν) υπολήπτομαι, το(ν)
θεωρώ αναγνωρισμένης αξίας: «αυτόν τον άνθρωπο τον έχω πολύ περιωπής || αυτό τ’
αυτοκίνητο θ’ αγοράσω, γιατί το ’χω πολύ περιωπής»·
- θέση
περιωπής, βλ. λ. θέση.