περιφέρεια,
η, ουσ.
[<αρχ. περιφέρεια], η περιφέρεια. 1. η περιοχή που βρίσκεται στις
παρυφές της πόλης ή το σύνολο των περιοχών που βρίσκονται μακριά από την
πρωτεύουσα, η ύπαιθρος: «όλες οι κυβερνήσεις ενδιαφέρονται κυρίως για το κέντρο
κι αφήνουν την περιφέρεια μόνο με τις προεκλογικές υποσχέσεις τους». 2. η
λεκάνη και οι γλουτοί, ιδίως γυναίκας: «αυτή η γυναίκα έχει πολύ όμορφη
περιφέρεια». 3. στον πλ. οι περιφέρειες, οι διαστάσεις της
λεκάνης και των παχουλών γλουτών, ιδίως γυναίκας: «είχε τέτοιες περιφέρειες,
που ήθελε δυο καρέκλες για να καθίσει»·
- κάνω
περιφέρεια ή κάνω περιφέρειες, (ιδίως για γυναίκες) παχαίνω,
χοντραίνω, ιδίως στο μέρος των γλουτών: «ελάττωσε λίγο το φαγητό σου, γιατί
έκανες περιφέρειες».