περιστερά,
η, ουσ.
[<αρχ. περιστερά <σημιτ. perah Istar (= πουλί της Αφροδίτης)], το
περιστέρι. Πρβλ. και το πνεύμα εν είδει περιστεράς, εβεβαίου του λόγου το
ασφαλές (Απολυτίκιο των Θεοφανίων)·
-
κάνω τη λευκή περιστερά, βλ. συνηθέστ. παριστάνω την αθώα περιστερά·
-
κάνω την αθώα περιστερά, βλ.
φρ. παριστάνω την αθώα περιστερά·
- παριστάνω τη λευκή περιστερά,
βλ. συνηθέστ. παριστάνω την αθώα περιστερά·
- παριστάνω την αθώα περιστερά,
προσποιούμαι τον ανήξερο, τον αμέτοχο σε κάποια υπόθεση, ιδίως παράνομη:
«μη μου παριστάνεις εμένα την αθώα περιστερά, γιατί ξέρω πολύ καλά ποιος μας
κάρφωσε στην ασφάλεια».