περισπωμένη,
η, ουσ. [<μτγν.
περισπωμένη], η περισπωμένη·
- έγινε
σαν περισπωμένη, κύρτωσε, καμπούριασε από το κρύο, από κάποια αρρώστια,
ιδίως από γηρατειά: «περίμενε με τις ώρες μέσα στο κρύο κι έγινε σαν
περισπωμένη || ο παππούς μας πέρασε τα εκατό κι έγινε σαν περισπωμένη ο
καημένος». Από το ότι ο άνθρωπος, όταν κρυώνει, καμπουριάζει, για να μπορέσει
να ζεσταθεί, ή κυρτώνει το κορμί του όταν φτάσει σε μεγάλη ηλικία.