περιπολικός,
-ή -ό, επίθ. [<περίπολος
+ κατάλ. -κος], περιπολικός. 1. το ουδ. ως ουσ.το περιπολικό,
αυτοκίνητο της αστυνομίας που εκτελεί περιπολίες ή πολεμικό σκάφος που
εκτελεί περιπολίες στις ακτές του Αιγαίου: «από μακριά ακούστηκε η σειρήνα του
περιπολικού || το περιπολικό σταμάτησε ένα ύποπτο σκάφος για έλεγχο». 2. το
σύνολο των περιπολικών του πολεμικού ναυτικού: «τα περιπολικά είναι ταχύπλοα
σκάφη»·
-
βγαίνω στα περιπολικά,
περιπλανιέμαι στα μέρη εκείνα όπου συχνάζουν γυναίκες μόνες, με σκοπό να συνάψω
ερωτική σχέση με κάποια: «όταν έχει λεύτερο καιρό, φοράει το κουστουμάκι του
και βγαίνει στα περιπολικά». Από την εικόνα των περιπολικών πλοίων, που
περιπολούν στις ακτές, μήπως και συλλάβουν κάποιο παράνομο ή εχθρικό πλοίο.
Συνών. βγαίνω στα πολεμικά.