περιπολία,
η, ουσ. [<περίπολος
+ κατάλ. -ία], η περιπολία· περιπλάνηση στα μέρη εκείνα όπου συχνάζουν γυναίκες
μόνες, με σκοπό τη γνωριμία και σύναψη ερωτικού δεσμού: «όλες του τις γκόμενες
μέχρι τώρα τις έχει βγάλει απ’ τις περιπολίες»·
- βγαίνω
περιπολία, περιπλανιέμαι στα μέρη εκείνα όπου συχνάζουν γυναίκες μόνες, με
σκοπό να γνωρίσω και να συνάψω ερωτική σχέση με κάποια: «όταν τον βλέπεις έτσι
καλοντυμένο, να ’σαι σίγουρος πως βγαίνει περιπολία». Πρβλ.: ναύτης βγήκε
στη στεριά για περιπολία, Θεέ μου, κι αναστέναξε όλη η παραλία (Λαϊκό
τραγούδι)·
- κάνω
περιπολία, βλ. συνηθέστ. βγαίνω περιπολία.