περιπατητικός,
-ή, -ό, επίθ.
[<μτγν. περιπατητικός], περιπατητικός·
-
είναι της περιπατητικής ή
είναι της περιπατητικής σχολής, α. (ειρωνικά) το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι
τεμπέλης, αργόσχολος και περιφέρεται άσκοπα μέσα στους δρόμους: «τι δουλειά
κάνει ο τάδε; -Είναι της περιπατητικής || όσοι είναι της περιπατητικής σχολής,
μαζεύονται στα μπαράκια της παραλίας». β. (για γυναίκες) είναι πόρνη που
ψαρεύει τους πελάτες της στο δρόμο: «έχει βρει μια που είναι της περιπατητικής
σχολής και τον χαρτζιλικώνει». Αναφορά στον Αριστοτέλη, που δίδασκε τους
μαθητές του στον Περίπατο, σκεπασμένος χώρος περιπάτου στο Λύκειο της Αθήνας.