περιοχή,
η, ουσ.
[<αρχ. περιοχή], η περιοχή·
-
γκρίζα περιοχή, εδαφική
περιοχή ανάμεσα στα σύνορα δυο κρατών για την οποία το ένα από τα δυο
αμφισβητεί την κυριότητα του άλλου: «μια απ’ τις απαιτήσεις της Τουρκίας είναι
και ο επαναπροσδιορισμός των συνόρων στο Αιγαίο, γιατί, όπως παράλογα
ισχυρίζεται, υπάρχουν γκρίζες περιοχές»·
- επικίνδυνη
περιοχή, α. εδαφική περιοχή, συνήθως έξω από κατοικημένους χώρους,
στην οποία υπάρχει κίνδυνος σοβαρού δυστυχήματος. Τέτοιες περιοχές θεωρούνται
όσες έχουν ρεύμα υψηλής τάσεως, ναρκοπέδια, χώρος φαρμακευτικών ή βιομηχανικών
λυμάτων κ. ά. Τις περισσότερες φορές, στους χώρους αυτούς υπάρχει ένδειξη σε
πινακίδα η οποία δείχνει μια νεκροκεφαλή με δυο κόκαλα χιαστή από κάτω της ή
ένας κεραυνός. β. περιοχή εντός πόλεως στην οποία υπάρχει αυξημένη
εγκληματικότητα: «συνιστώ στους φίλους μου να μην περνούν βραδιάτικα απ’ την
Ομόνοια, γιατί έχει γίνει επικίνδυνη περιοχή»·
- μικρή
περιοχή, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο χώρος που βρίσκεται μπροστά από την
εστία και καθορίζεται από ευδιάκριτες γραμμές: «μέσα στη μικρή περιοχή
βρίσκεται και το σημείο του πέναλτι»· βλ. και λ. καρέ (7)·
-
μεγάλη περιοχή, (στη
γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο χώρος που εκτείνεται πέρα από τη μικρή περιοχή και
καθορίζεται από ευδιάκριτες γραμμές: «η μεγάλη περιοχή βρίσκεται ανάμεσα από τη
μικρή περιοχή και το κέντρο του γηπέδου»· βλ. και λ. καρέ (7).