περιουσία,
η, ουσ.
[<αρχ. περιουσία (= περίσσευμα)], η περιουσία· ό,τι μη υλικό, γνώση,
ικανότητα, πείρα κ.λπ., κατέχει κάποιος, και που το θεωρεί πολύτιμο: «για μένα,
περιουσία μου είναι η φιλία του τάδε || όλη του η περιουσία ήταν το πλήθος των
γνώσεων που απέκτησε διαβάζοντας ένα σωρό βιβλία». (Λαϊκό τραγούδι: η ζωή
μου όλη μια ανοησία η μοναδική μου η περιουσία)·
- ακίνητη
περιουσία, τα σπίτια, τα κτήματα που έχει κάποιος νόμιμα στην κατοχή του:
«στο χωριό του έχει μεγάλη ακίνητη περιουσία»·
- κάνω
περιουσία, γίνομαι πλούσιος, πλουτίζω: «από μικρός ήταν πολύ εργατικός
άνθρωπος, γι’ αυτό κι έκανε περιουσία»·
- κινητή
περιουσία, που δεν είναι ακίνητη, κτηματική, που αποτελείται από χρήματα,
ομόλογα, χρυσό ή οτιδήποτε άλλο που έχει αξία: «μπορεί να μην έχει μέγαρα και
οικόπεδα, αλλά έχει κινητή περιουσία».