περιμένω,
ρ. [<αρχ.
περιμένω], περιμένω. 1. προσδοκώ, προσμένω: «είναι όλο αγωνία, γιατί
περιμένει την κόρη του απ’ το εξωτερικό». (Τραγούδι: χρόνια σε περίμενα,
χρόνια σε ζητούσα, τ’ άστρα και τα σύννεφα χρόνια τα ρωτούσα). 2.
προαισθάνομαι ή έχω πληροφορίες για κάτι, καλό ή κακό, που θα μου συμβεί:
«περιμένω αύξηση του μισθού || περιμένουμε απολύσεις κι είμαστε όλοι
μουδιασμένοι». 3. αόριστα περίμενε! (ειρωνικά) δε θα
πραγματοποιήσει ποτέ αυτό που σου έταξε ή αυτό που σου υποσχέθηκε, μάταια,
άδικος κόπος: «μόλις βγει το κόμμα του, μου υποσχέθηκε πως θα με βολέψει στο
δημόσιο. -Περίμενε!». (Ακολουθούν 40 φρ.)·
- αλλιώς
τα περιμέναμε κι αλλιώς τα βρήκαμε, βλ. λ. αλλιώς·
- αλλιώς
τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθανε, βλ. λ. αλλιώς·
- αν
δεν έχεις νύχια να ξυστείς, μην περιμένεις τα ξένα, βλ. λ. νύχι·
- ανοίξαμε
και σας περιμένουμε, βλ. λ. ανοίγω·
- απ’
αυτόν όλα να τα περιμένεις, τον θεωρώ άνθρωπο άξιο, ικανό να κάνει τα πάντα
είτε πρόκειται για καλό είτε για κακό: «αν σε συμπαθήσει πολύ, μπορεί να
πουλήσει και το σπίτι του για να σε βοηθήσει, γιατί απ’ αυτόν όλα να τα
περιμένεις || μπορεί για λίγα ευρώ να σε κλείσει φυλακή, γιατί είναι
απρόβλεπτος άνθρωπος κι απ’ αυτόν όλα να τα περιμένεις»·
- απ’
τα χαμόκλαδα που δεν περιμένεις, βγαίνει ο λαγός, βλ. λ. λαγός·
- για
περίμενε! έκφραση με την οποία διακόπτουμε κάποιον που μιλάει, γιατί
αμφισβητούμε αυτά που λέει: «για περίμενε, γιατί τα πράγματα δεν έγιναν έτσι
όπως μας τα λες!»·
- δεν
το περίμενα, δηλώνει κάποια έκπληξη για απρόοπτη, απροσδόκητη ενέργεια
κάποιου: «δεν το περίμενα να ’ρθει πρωί πρωί στο σπίτι μου να μου ζητήσει
συγνώμη || δεν το περίμενα να με βοηθήσει, γιατί ήμασταν μαλωμένοι || δεν το
περίμενα να διαλύσει το σπίτι του για ένα ξέκωλο»·
- εκείνος
που περιμένει απ’ άλλονε, πολύ αργά δειπνάει, εκείνος·
- έλπιζε
το καλύτερο και περίμενε το χειρότερο, στη ζωή σου να αισιοδοξείς για το
καλύτερο αλλά να είσαι έτοιμος και για το χειρότερο: «είναι μυστήρια η ζωή και
δεν κάνει συμβόλαιο με κανέναν γι’ αυτό, έλπιζε το καλύτερο και περίμενε το
χειρότερο»·
- ηλεκτρική
καρέκλα που σε περιμένει! βλ. λ. καρέκλα·
- θα
δεις τι σε περιμένει! βλ. λ. είδα·
- θα
σου ’ρθει από κει που δεν το περιμένεις! απειλητική προειδοποίηση σε
κάποιον που μας έκανε κακό πως θα του ανταποδώσουμε τα ίσα σε ανύποπτη γι’
αυτόν στιγμή και από εκεί που ούτε καν το υπολογίζει: «τώρα γελάς, που μου
’κανες την πλάκα, αλλά έχε το νου σου, γιατί θα σου ’ρθει από κει που δεν το
περιμένεις!»·
- μ’
έχει στο περίμενε, με έχει σε κατάσταση αναμονής, με έχει κάπου και τον
περιμένω: «ήταν να μου δώσει κάτι λεφτά, αλλά, επειδή δεν τα ’χει αυτή τη
στιγμή, μ’ έχει στο περίμενε || έπρεπε να ’ναι εδώ στις οχτώ, αλλά πέρασε μισή
ώρα και μ’ έχει ακόμα στο περίμενε || μου έχει υποσχεθεί πως θα με προσλάβει
στη δουλειά του, αλλά μ’ έχει στο περίμενε»·
- μένω
στο περίμενε, είμαι σε κατάσταση αναμονής: «μου υποσχέθηκε ότι θα με πάρει
στη δουλειά του, αλλά από τότε μένω στο περίμενε». (Τραγούδι: σεισμός και
καταποντισμός κι εφτά μ’ εννιά ο πόλεμος κι αυτή η ζωή τι σήμαινε να μένει
στο περίμενε)·
- μου
’ρθε από κει που δεν το περίμενα! (για καλό ή για κακό) μου συνέβη κάτι
απρόσμενα και από απίθανο για μένα άτομο ή απίθανη περίπτωση: «από άλλον
ζητούσα βοήθεια και μου ’ρθε από κει που δεν το περίμενα, γιατί με βοήθησε
κάποιος, που μόλις τον είχα γνωρίσει σ’ ένα μπαράκι! || άλλον φοβόμουν μήπως
μου κάνει κακό, και μου ’ρθε από κει που δεν το περίμενα, γιατί μου την έφερε ο
τάδε, που τον θεωρούσα φίλο μου! || χρειαζόμουν επειγόντως λεφτά και μου ’ρθαν
από κει που δεν το περίμενα, γιατί μου ’πεσε μια κληρονομιά»·
- όλα
έρχονται στην ώρα τους σε κείνον που ξέρει να περιμένει, βλ. λ. ώρα·
- ούτε
στον ύπνο του δεν το περίμενε, βλ. λ. ύπνος·
- περιμένει
και τη δραχμή, βλ. λ. δραχμή·
- περιμένει
να μεγαλώσει για να πεθάνει, βλ. λ. πεθαίνω·
- περιμένει
τη βασιλοπούλα του παραμυθιού, βλ. λ. παραμύθι·
- περιμένει
την εξ ύψους βοήθεια, βλ. λ. ύψος·
- περιμένει
την πριγκίπισσα του παραμυθιού, βλ. λ. παραμύθι·
- περιμένει
την πριγκιποπούλα του παραμυθιού, βλ. λ. παραμύθι·
- περιμένει
το βασιλόπουλο του παραμυθιού, βλ. λ. παραμύθι·
- περιμένει
το μάννα απ’ τον ουρανό ή περιμένει το μάννα εξ ουρανού ή περιμένει
το μάννα τ’ ουρανού, βλ. λ. μάννα·
- περιμένει
το πριγκιπόπουλο του παραμυθιού, βλ. λ. παραμύθι·
- περιμένει
τον πρίγκιπα του παραμυθιού, βλ. λ. παραμύθι·
- περιμένουν
ουρά, βλ. λ. ουρά·
- περιμένω
να δω, κρατώ επιφυλακτική στάση, στάση αναμονής για να δω πώς θα εκδηλωθεί
κάποιος ή κάτι και να πράξω ανάλογα: «περιμένω να δω τι θα πει, για να του
απαντήσω κατάλληλα || περιμένω να δω πώς θα πάνε οι τιμές στο χρηματιστήριο,
για ν’ αγοράσω αυτές που με συμφέρουν»·
- περιμένω
παιδί, (για γυναίκες), βλ. λ. παιδί·
- τα
περιμένω όλα (από κάποιον), λόγω προσωπικής μου αδράνειας ή τεμπελιάς
προσδοκώ να φροντίσει κάποιος όλες τις υποθέσεις μου: «βαριέται να τρέχει στις
δημόσιες υπηρεσίες και τα περιμένει όλα απ’ το φίλο του || είναι πολύ τεμπέλης
και τα περιμένει όλα απ’ τους γονείς του»·
- την
περιμένουν, (για έγκυες γυναίκες) από στιγμή σε στιγμή περιμένουν να
γεννήσει: «την έπιασαν οι πόνοι κι όπου να ’ναι την περιμένουν»· βλ. και φρ. τον
περιμένουν·
- τι
περιμένεις και δεν…, γιατί αργείς, γιατί καθυστερείς να ενεργήσεις: «αφού
βλέπεις πως είναι συμφέρουσα δουλειά, τι περιμένεις και δεν την κάνεις || αφού
βλέπεις πως έχεις άδικο, τι περιμένεις και δεν πας να του ζητήσεις συγνώμη»·
- το
περιμένω πώς και πώς ή το περιμένω πώς και τι, βλ. λ. πώς·
- τον
έχω στο περίμενε, τον έχω σε κατάσταση αναμονής, τον έχω κάπου να με
περιμένει: «θα του δώσω τα λεφτά που μου ζήτησε, αλλά τον έχω στο περίμενε, για
να ’χει και λίγο αγωνία || έχω ραντεβού με τον τάδε, αλλά τον έχω στο περίμενε»·
- τον
περιμένουν, (για αρρώστους) από στιγμή σε στιγμή αναμένουν το θάνατό του:
«οι γιατροί σήκωσαν ψηλά τα χέρια τους και τον περιμένουν»· βλ. και φρ. την
περιμένουν·
- τον
περιμένω πώς και πώς ή τον περιμένω πώς και τι, βλ. λ. πώς·
- τον
περιμένω στη γωνία, βλ. λ. γωνία·
- τον
περιμένω στη στροφή, βλ. λ. στροφή.