περιθώριο,
το, ουσ. [κατά Α.
Κοραή από το περιθεώριον· κατ’ άλλους από το ρ. περιθέω (= περιτρέχω)], το
περιθώριο· τρόπος ζωής έξω από τα νόμιμα ή καθιερωμένα πλαίσια της κοινωνίας,
χωρίς καμιά συμμετοχή ή ρόλο σε αυτή: «το κοινωνικό περιθώριο τείνει να
εξελιχθεί σε μια απέραντη χωματερή». (Λαϊκό τραγούδι: η αστυνομία πάλι μπλόκο
ετοιμάζει, του περιθώριου τα σκουπίδια να μαντρώσει, κι εσύ μια τρύπα
ψάχνεις να ξεράσεις, κι εγώ μια έξοδο κινδύνου να με σώσει). (Ακολουθούν 13
φρ.)·
- άνθρωπος
του περιθωρίου, βλ. λ. άνθρωπος·
- βάζω
στο περιθώριο, (για χρήματα) αποταμιεύω, βάζω στην άκρη: «κάθε τόσο βάζω
μερικά λεφτουδάκια στο περιθώριο για ώρα ανάγκης»· βλ. και φρ. τον βάζω στο
περιθώριο·
- δεν
έχω περιθώρια ή δεν έχω τα περιθώρια, δεν έχω τη δυνατότητα
ελεύθερης κίνησης ή δράσης: «δεν έχω περιθώρια να σε βοηθήσω οικονομικά, γιατί
κι εγώ βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση || δεν έχω τα περιθώρια να πάρω άλλους
υπαλλήλους στη δουλειά μου»·
- δεν
υπάρχουν περιθώρια ή δεν υπάρχουν τα περιθώρια, δεν υπάρχουν οι
δυνατότητες ελεύθερης κίνησης ή δράσης: «δεν υπάρχουν περιθώρια για περισσότερα
έξοδα»·
- δεν
υπάρχουν περιθώρια χρόνου, δεν υπάρχει άνεση χρόνου για κάποια πράξη:
«πρέπει να βιαστούμε, γιατί δεν υπάρχουν περιθώρια χρόνου και θα χάσουμε το
τρένο || πρέπει να βιαστούμε να τελειώσουμε τη δουλειά, γι’ αυτό δεν υπάρχουν
περιθώρια χρόνου για τεμπελιά»·
- έχω
στο περιθώριο, (για χρήματα) έχω αποταμιευμένα, έχω στην άκρη: «για ώρα
ανάγκης έχω στο περιθώριο κάτι λεφτουδάκια»·
- ζω
στο περιθώριο, α. ζω μακριά από κάθε κοινωνική ή επαγγελματική
δραστηριότητα: «απ’ τη μέρα που βγήκα στη σύνταξη, ζω στο περιθώριο». β.
ζω έξω από τα νόμιμα ή καθιερωμένα πλαίσια της κοινωνίας, χωρίς να έχω καμιά
συμμετοχή ή ρόλο σε αυτή: «όσοι ζουν στο περιθώριο, δεν έχουν καλή κατάληξη στη
ζωή τους». (Λαϊκό τραγούδι: μα τι να πω στο περιθώριο που ζω φυλακισμένος,
το σ’ αγαπώ μοιάζει με λέξη που τη λέει μεθυσμένος)·
- με
βάζουν στο περιθώριο, με παραμερίζουν, με παραγκωνίζουν: «ο καινούριος
διευθυντής μ’ έβαλε στο περιθώριο, γιατί έχουμε διαφορετικό σκεπτικό σχετικά με
τον τρόπο παραγωγής του εργοστασίου»·
- μπαίνω
στο περιθώριο, βλ. φρ. περνώ στο περιθώριο·
-
περνώ στο περιθώριο, αποσύρομαι
από την ενεργό δράση: «απ’ τη στιγμή που το χώνεψα πως με πήραν τα χρόνια,
πέρασα στο περιθώριο και ζω ήσυχη ζωή»·
- στενεύουν
τα περιθώρια, εξαντλείται η δυνατότητα ελεύθερης κίνησης ή δράσης: «πρέπει
να βιαστούμε να παραδώσουμε τη δουλειά, γιατί στενεύουν τα περιθώρια και θα
εκτεθούμε»·
- τον
βάζω στο περιθώριο, τον παραμερίζω, τον παραγκωνίζω: «απ’ τη στιγμή που
μεγάλωσαν τα παιδιά του, τον έβαλαν στο περιθώριο κι ανέλαβαν αυτά τη διεύθυνση
του εργοστασίου»·
- τον
έχω στο περιθώριο, τον έχω παραμερισμένο, παραγκωνισμένο: «δεν περνάει πια
ο λόγος του στη δουλειά, γιατί εδώ και πολύ καιρό τον έχουν στο περιθώριο».