περίδρομος,
ο, ουσ. [<αρχ.
περίδρομος ή από το περίδερμος (= φλόγωση του δαχτύλου) με παρετυμολ. επίδραση
του ουσ. δρόμος]. 1. πόνος μικρής διάρκειας αλλά έντονος, που
εμφανίζεται ξαφνικά στα έντερα ή στο στομάχι. 2. φλεγμονή του δέρματος
στην περιοχή γύρω από το νύχι. 3. δηλώνει μεγάλο αριθμό: «έχει ένα σόι
που είναι ολόκληρος περίδρομος»·
- βγάλε
τον περίδρομο, (απειλητικά ή συμβουλευτικά) μη μιλάς, πάψε να μιλάς: «βγάλε
τον περίδρομο, γιατί θα στις βρέξω || βγάλε τον περίδρομο, γιατί θα μπερδευτείς
χωρίς λόγο». Συνών. βγάλε τον σκασμό / βγάλε τον αγλέουρα·
- έφαγε
τον περίδρομο, α. έφαγε πάρα πολύ, μέχρι σκασμού: «καθίσαμε να
τσιμπήσουμε κάτι κι αυτός έφαγε τον περίδρομο». β. καταχράστηκε πολλά
χρήματα, ιδίως του δημοσίου: «απ’ τη μέρα που έχει μπει στο υπουργείο, έχει
φάει τον περίδρομο». Πρβλ.: και του δώσαν τα πανιά του για να πάει στη
δουλειά του, με το ξένο του το σόι τον περίδρομο να τρώει (Λαϊκό τραγούδι).
γ. σπατάλησε πολλά χρήματα: «αυτόν να μην τον λυπάσαι, γιατί στα νιάτα
του έφαγε τον περίδρομο». Συνών. έφαγε άντερα ή έφαγε τ’ άντερά του /
έφαγε το καταπέτασμα / έφαγε τον αβλέμονα / έφαγε τον αγλέουρα / έφαγε τον
άμπακα ·
- κατεβάζω
τον περίδρομο, βλ. φρ. τρώω τον περίδρομο·
- να
βγάλεις τον περίδρομο, είδος κατάρας με την έννοια να βγάλεις φλεγμονή στο
δέρμα στην περιοχή γύρω από το νύχι. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το α που·
- περίδρομος
να σε κόψει! είδος κατάρας με την έννοια να σε πιάσει δυνατός πόνος στο
στομάχι·
- ρίχνω
τον περίδρομο, βλ. φρ. τρώω τον περίδρομο·
- τρώω
τον περίδρομο, τρώω πάρα πολύ, υπερβολικά, μέχρι σκασμού: «κάθε φορά που
κάθεται στο τραπέζι, τρώει τον περίδρομο». Συνών. τρώω άντερα ή τρώω
τ’ άντερά μου / τρώω το καταπέτασμα / τρώω τον αβλέμονα / τρώω τον αγλέουρα /
τρώω τον άμπακα· βλ. και φρ. έφαγε τον περίδρομο·
- φάτε
μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο, βλ. λ. μάτι.