απεργία,
η, ουσ.
[<απεργός + κατάλ. -ία], η απεργία·
-
απεργία πείνας, βλ. λ. πείνα·
- δεν
είναι αργία είναι απεργία, εργατικό
σύνθημα που ακούγεται τη μέρα της Πρωτομαγιάς.
-
κάνω απεργία, απεργώ:
«οι εργάτες προσανατολίζονται να κάνουν απεργία»·
-
κατεβάζω σε απεργία, ενεργοποιώ,
κατευθύνω ένα σύνολο ανθρώπων για να απεργήσουν: «οι συνδικαλιστές κατέβασαν σε
απεργία το σύνολο των εργαζομένων»·
-
κατεβαίνω σε απεργία, απεργώ:
«οι εργάτες προειδοποίησαν τους εργοδότες τους πως, αν δεν εισακουστούν τα
αιτήματά τους, θα κατέβουν σε απεργία»·
-
κυλιόμενη απεργία, η
μέθοδος με την οποία οι εργαζόμενοι απεργούν διαδοχικά σε διάφορα τμήματα μιας
επιχείρησης ή μιας δημόσιας υπηρεσίας: «οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα
αποφάσισαν για την επόμενη εβδομάδα μια κυλιόμενη απεργία σε όλα τα δημόσια
καταστήματα»·
-
λευκή απεργία, κατά
τη διάρκεια της οποίας οι εργαζόμενοι προσέρχονται μεν στον τόπο εργασίας τους
χωρίς όμως στη συνέχεια να δουλεύουν: «το συνδικάτο του εργοστασίου αποφάσισε
μια προειδοποιητική λευκή απεργία στις αρχές της ερχόμενης εβδομάδας».