πέρα,
επίρρ. [<αρχ.
πέρα(ν)], πέρα. 1. σε μέρος που είναι συνήθως μακριά από το σημείο του
ομιλούντος: «πρέπει να πας πέρα στην άλλη γειτονιά για να βρεις περίπτερο
ανοιχτό». 2. απέναντι: «πήγαμε βόλτα με τη βάρκα στην πέρα ακτή». 3.
(για χρονικό ή τοπικό προσδιορισμό) μετά: «θα είμαι στο σπίτι πέρα από τις οκτώ
|| θα προχωρήσεις ευθεία και στο πρώτο δρομάκι πέρα απ’ την κολόνα θα στρίψεις
δεξιά». (Ακολουθούν 39 φρ.)·
- απ’
τ’ Άι-Γιωργιού και πέρα, δώσ’ του φουστανιού σου αέρα, βλ. λ. φουστάνι·
- από
δω και πέρα, βλ. λ. εδώ·
- από
δω και πέρα αρχίζουν τα δύσκολα, βλ. λ. δύσκολος·
- από
κει και πέρα, βλ. λ. εκεί·
- από
πέρα, από μακρινή απόσταση, από μακριά: «από πέρα ακούστηκε το σφύριγμα του
τρένου, που πλησίαζε στο σταθμό»·
- βγαίνω
πέρα, αντεπεξέρχομαι στις οικονομικές μου υποχρεώσεις και γενικά στις
δυσκολίες της ζωής, καταφέρνω και ζω κάπως καλά: «ευτυχώς μου ’πεσε μια μικρή
κληρονομιά και βγαίνω πέρα, γιατί αλλιώς ήμουν για κλάματα»·
- βγαίνω
στην πέρα μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- για
τα παρά πέρα, βλ. φρ. για τα παραπέρα, λ. παραπέρα·
- δε
βγαίνω πέρα, δεν μπορώ να αντεπεξέλθω στις οικονομικές μου υποχρεώσεις και
γενικά στις δυσκολίες της ζωής: «δεν μπορώ να σου δώσω τα λεφτά που μου ζητάς,
γιατί με την αναδουλειά που έπεσε δε βγαίνω πέρα»·
- δε
βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του, βλ. λ. μύτη·
- δεν
τα βγάζω πέρα, α. δεν έχω τη δυνατότητα να φέρω σε πέρας μια δύσκολη
δουλειά, υπόθεση, ή να νικήσω κάποιον αντίπαλό μου σε δυναμική ή άλλη
αναμέτρηση: «την άφησα εκείνη τη δουλειά, γιατί δεν μπορούσα να τα βγάλω πέρα ||
δε μαλώνω μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δεν τα βγάζω πέρα μαζί του». β.
δεν μπορώ να αντεπεξέλθω στις οικονομικές μου υποχρεώσεις και γενικά στις
δυσκολίες της ζωής: «αν συνεχιστεί αυτή η αναδουλειά, αυτό το μήνα δεν τα βγάζω
πέρα». (Λαϊκό τραγούδι: κοίτα, βρε Αθηναίισσα, τα κόλπα σου μην κάνεις, με
μένανε που έμπλεξες, βρ’ αμάν, αμάν πέρα δε θα τα βγάλεις)·
- εδώ
πέρα, βλ. λ. εδωπέρα·
- είναι
πέρα νυχτωμένος, βλ. λ. νυχτωμένος·
- ένα
μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα, βλ. λ. γιατρός·
- κάνω
πέρα, α. παραμερίζω, αποτραβιέμαι, απομακρύνομαι: «μόλις είδα πως
άρχισαν να μαλώνουν, έκανα πέρα». (Λαϊκό τραγούδι: βρε μάγκα, σπάσε και κάνε
πέρα,δε σε γουστάρω, δε σ’ αγαπώ· άσε τα λούσα και τη φοβέρα κι εγώ
μαζί σου δεν περπατώ // κάν ’τε πέρα να περάσω, κάν ’τε πέρα να διαβώ,
μην τα κάνω όλα λίμπα, μην τα κάνω ρημαδιό). β. αποτραβιέμαι από
κάποιον ή κάποιους, διακόπτω τις επαφές μου: «μόλις κατάλαβα ότι ήταν
παλιόπαιδα, έκανα πέρα απ’ την παρέα τους». (Λαϊκό τραγούδι: μια γυναίκα σε
φέρνει βόλτα και σ’ έχει κάνει να κλαις, κάνε πέρα,γυναίκες θα
’βρεις να σ’ αγαπήσουν πολλές). γ. απομακρύνω κάτι από τη θέση στην
οποία βρίσκεται: «κάνε πέρα αυτό το βάζο, γιατί θα ’ρθουν τα παιδιά και μπορεί
να το σπάσουν»· βλ. και φρ. τον κάνω πέρα·
- κάνω
κατά πέρα, βλ. φρ. κάνω καταπέρα, λ. καταπέρα·
- κάνω
παρά πέρα, βλ. φρ. κάνω παραπέρα, λ. παραπέρα·
- κάνω
πιο πέρα, βλ. φρ. κάνω πέρα·
-
λίγο πιο πέρα, σε
μικρή απόσταση από το σημείο στο οποίο βρίσκεται ο ομιλητής: «πήγε λίγο πιο
πέρα, γιατί του ’τυχε κάποια δουλίτσα, και θα ξανάρθει σύντομα»·
- πάω
πέρα, βλ. φρ. κάνω πέρα. (Λαϊκό τραγούδι: βρε μάγκα, σπάσε και πάνε
πέρα, δε σε γουστάρω, δε σ’ αγαπώ, άσε τα λούσα και τη φοβέρα κι εγώ μαζί
σου δεν περπατώ)·
- πέρα
από…, πιο μακριά από το σημείο που αναφέρει ο ομιλητής: «το χωριό που ζητάς
βρίσκεται πέρα απ’ αυτό το βουνό || δε θα φύγεις πέρα απ’ το σπίτι, αν
προηγουμένως δεν κάνεις τα μαθήματά σου»·
- πέρα
από κάθε αμφιβολία, βλ. λ. αμφιβολία·
- πέρα
από το δέον ή πέρα του δέοντος, βλ. λ. δέον·
- πέρα
βρέχει, δεν προσέχω, προσποιούμαι τον αδιάφορο, κάνω πως δεν καταλαβαίνω,
μου είναι αδιάφορο, δε με νοιάζει, δε δίνω σημασία: «εγώ σου μιλάω κι εσύ πέρα
βρέχει || εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός πέρα βρέχει». (Λαϊκό τραγούδι: στο
σεράι δάκρυ τρέχει, στην καλύβα πέρα βρέχει,ευτυχία και παράς
δεν πάν’ μαζί)·
- πέρα
για πέρα, εντελώς, τελείως, υπερβολικά: «είσαι πέρα για πέρα βλάκας ||
έχεις πέρα για πέρα λάθος || είσαι πέρα για πέρα εκτός θέματος»· βλ. και φρ. πέρα
ως πέρα·
- πέρα
δώθε, α. εδώ και εκεί: «όλη τη μέρα γύριζε πέρα δώθε». β.
επαναλαμβανόμενη απομάκρυνση και επιστροφή στο ίδιο σημείο: «όλο το βράδυ
πήγαινε πέρα δώθε έξω απ’ το μπαρ περιμένοντας η καημενούλα να βγει ο άντρας
της»·
- πέρα
ως πέρα, α. εντελώς, ολοκληρωτικά: «είσαι πέρα ως πέρα εκτός θέματος
|| είναι πέρα ως πέρα κατεστραμμένο». (Λαϊκό τραγούδι: ντυμένο σε προσέχουνε
κι όλοι κοντά σου τρέχουνε! Σαν παλιώσουν πέρα ως πέρα,δε σου
λένε καλημέρα!). β. από τη μια πλευρά έως την άλλη: «η δυνατή του
φωνή ακούστηκε πέρα ως πέρα στον κάμπο»· βλ. και φρ. πέρα για πέρα·
-
πήγε κατά πέρα, βλ.
φρ. πήγε καταπέρα, λ. καταπέρα·
- τα
βγάζω πέρα, α. τα καταφέρνω σε μια δύσκολη δουλειά, υπόθεση ή με ένα
δυνατό αντίπαλο: «μου ’πεσε μια πολύ δύσκολη δουλειά, αλλά ευτυχώς, προς το
παρόν, τα βγάζω πέρα || δε μαλώνω μαζί του, γιατί δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα». (Λαϊκό
τραγούδι: ο πλάστης, όπου είχε και τα μέσα, με τη γυναίκα είχε μια μέρα
παιδευτεί· εγώ, ο δόλιος, πώς θέλ’ να τα βγάλω πέρα, που είμαι ένας
μικρός πάνω στη γη;).β. αντεπεξέρχομαι στις οικονομικές μου
υποχρεώσεις και γενικά στις δυσκολίες της ζωής, καταφέρνω και ζω κάπως καλά:
«αυτόν το μήνα τα βγάζω πέρα, αλλά, αν συνεχιστεί η αναδουλειά, δεν ξέρω τι θα
κάνω || είναι δύσκολη η ζωή σε μια μεγαλούπολη, αλλά, ευτυχώς, τα βγάζω πέρα».
(Λαϊκό τραγούδι: σ’ ένα μικρό φτωχόσπιτο σπούδαξα νύχτα μέρα και έμαθα μες
τη ζωή πώς να τα βγάζω πέρα)·
- τα
φέρνω πέρα, βλ. συνηθέστ. τα βγάζω πέρα·
- την
κάνω πέρα, διαλύω τον ερωτικό δεσμό που έχω μαζί της: «κάθε φορά που ακούω
γκόμενα να μου μιλάει για γάμο, την κάνω πέρα»·
- το
βρήκα πιο πέρα, ήρθα μετά από καιρό αντιμέτωπος με κάποια κατάσταση, ιδίως
όχι επιθυμητή: «όλο το καλοκαίρι δεν άνοιξα βιβλίο αλλά το βρήκα πιο πέρα,
γιατί δεν πέρασα στις εξετάσεις». (Λαϊκό τραγούδι: έννοια σου και θα τα
βρεις πιο πέρα, όταν θα με ψάχνεις νύχτα μέρα)·
- τον
βρήκα πιο πέρα, ήρθα αντιμέτωπος μετά από καιρό με κάποιον, που για κάποιο
λόγο απέφευγα να συναντήσω, να αντιμετωπίσω: «επειδή δεν του ’χα φερθεί καλά
δεν ήθελα να τον συναντήσω, όμως τον βρήκα πιο πέρα διευθυντή στο εργοστάσιο
που είχα πιάσει δουλειά»·
- τον
κάνω πέρα, α. τον διώχνω από τη δουλειά μου, από την επιχείρησή μου:
«μου δημιουργούσε συνέχεια προβλήματα στο εργοστάσιο με τα συνδικαλιστικά του
και τον έκανα πέρα». β. (για γυναίκες) διαλύω τον ερωτικό δεσμό που έχω
μαζί του. (Λαϊκό τραγούδι: μην ξαναπερνάς, μην ξαναρωτάς, σ’ έχω κάνει
πέρα και πια δε με κρατάς!). γ. (γενικά)παύω να
τον κάνω παρέα, τον παραμερίζω: «επειδή, όπου πηγαίναμε, δημιουργούσε φασαρίες,
τον έκανα πέρα»·
- τραβιέμαι
πέρα, απομακρύνομαι, αποτραβιέμαι, παραμερίζω: «κάθε φορά που βλέπω καβγά,
τραβιέμαι πέρα || τραβήξου λίγο πέρα για να καθίσω κι εγώ»·
- τραβώ
κατά πέρα, βλ. φρ. τραβώ καταπέρα, λ. καταπέρα·
- τραβώ
πάρα πέρα, βλ. φρ. τραβώ παραπέρα, λ. παραπέρα·
- τραβώ
πέρα, βλ. συνηθέστ. τραβιέμαι πέρα.