πεπόνι,
το, ουσ.
[<μτγν. πεπόνιν <πεπόνιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. πέπων (= ώριμος)], το
πεπόνι. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- Αλωνάρη
με τ’ αλώνια και με τα χρυσά πεπόνια, βλ. λ. Αλωνάρης·
- άνοιξε
το κεφάλι του σαν πεπόνι Αργείτικο, βλ. λ. κεφάλι·
- βαρύ
πεπόνι, άνθρωπος βαρύς, άκεφος, που δύσκολα μιλάει σε άλλον, που δύσκολα
συναναστρέφεται κάποιον: «ξέρουμε όλοι ότι είναι βαρύ πεπόνι ο τύπος και δεν
ασχολούμαστε μαζί του»·
- δικό
σου το μαχαίρι, δικό σου το πεπόνι, βλ. λ. μαχαίρι·
- η
γριά το μεσοχείμωνο πεπόνι επεθύμησε, βλ. λ. γριά·
- μας
κάνει το βαρύ πεπόνι ή μου κάνει το βαρύ πεπόνι, προσποιείται το
βαρύ, τον άκεφο, τον ακατάδεκτο, το βαρύ πεπόνι: «απ’ τη μέρα που κέρδισε κάτι
λεφτά, μας κάνει το βαρύ πεπόνι». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον
εαυτό του·
- μαχαίρι
έχεις, πεπόνι τρως, βλ. λ. μαχαίρι·
- όποιος
έχει μαχαίρι, τρώει πεπόνι, βλ. λ. μαχαίρι·
- το
παίζει βαρύ πεπόνι, βλ. συνηθέστ. μας κάνει το βαρύ πεπόνι·
- του
άνοιξα την καρδιά μου σαν πεπόνι Αργείτικο, βλ. λ. καρδιά·
- του
άνοιξα το κεφάλι σαν πεπόνι Αργείτικο, βλ. λ. κεφάλι.