πέντε,
άκλ. απόλ.
αριθμητ. [<αρχ. πέντε], το πέντε· (για χαρτοπαίγνιο) το πεντάρι (βλ. λ.).
(Ακολουθούν 38 φρ.)·
- απόμεινα
στους πέντε δρόμους, βλ. λ. δρόμος·
- αφήνω
στους πέντε δρόμους, βλ. λ. δρόμος·
- για
πέντε δέκα, για αρκετούς: «είναι τόσο δυνατός, που αξίζει για πέντε δέκα
στο μάλωμα». (Λαϊκό τραγούδι: στις ακρίβειας τον καιρό επαντρεύτηκα κι εγώ
και επήρα μια γυναίκα που έτρωγε για πέντε δέκα)·
- γυρίζω
στους πέντε δρόμους, βλ. λ. δρόμος·
- δώδεκα
παρά πέντε, βλ. συνηθέστ. στο παρά πέντε·
- δώσε
πέντε, βλ. συνηθέστ. κόλλα πέντε·
- είναι
άνθρωπος του και πέντε, είναι από αυτούς που συνήθως του ξεφεύγει η
κατάσταση από τα χέρια: «ο μικρός μου ο γιος είναι ατσίδα, το μεγάλο φοβάμαι,
που είναι άνθρωπος του και πέντε»·
- είναι
άνθρωπος του παρά πέντε, ενεργοποιείται λίγο πριν δημιουργηθεί το πρόβλημα,
ενεργοποιείται λίγο πριν τη λήξη κάποιος διορίας: «δε με νοιάζει που είναι
άνθρωπος του παρά πέντε, εκείνο που με νοιάζει είναι ότι δεν αφήνει να
δημιουργηθεί πρόβλημα»· βλ. και φρ. είναι στο παρά πέντε·
- είναι
στο παρά πέντε, α. βρίσκεται στα πρόθυρα της οικονομικής
καταστροφής: «έκανε ένα αποτυχημένο άνοιγμα στη δουλειά του και τώρα είναι στο
παρά πέντε». β. είναι ετοιμοθάνατος: «οι γιατροί γνωμάτευσαν πως ο
άρρωστος είναι στο παρά πέντε». γ. είναι προχωρημένης ηλικίας: «είπαμε
ότι είναι μεγάλος ο άνθρωπος, αλλά όχι κι ότι είναι στο παρά πέντε!»· βλ. και
φρ. είναι άνθρωπος του παρά πέντε·
- έμεινε
στους πέντε δρόμους, βλ. λ. δρόμος·
- έπιασε
κι αυτός πέντε δεκάρες και..., βλ. λ. δεκάρα·
- έπιασε
κι αυτός πέντε δραχμές και..., βλ. λ. δραχμή·
- έπιασε
κι αυτός πέντε παράδες και..., βλ. λ. παράς·
- έπιασε
κι αυτός πέντε φράγκα και..., βλ. λ. φράγκο·
- θα
πάρεις το βραβείο της χείρας (χήρας) με τα πέντε ορφανά, βλ. λ. βραβείο·
- κάθε
τρεις και πέντε, βλ. λ. κάθε·
- κάλλιο
πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει, βλ. λ. χέρι·
- κόλλα
πέντε, α. προτροπή για χειραψία με την οποία θέλουμε να κλείσουμε ή
να επισφραγίσουμε κάποια συμφωνία ή κάποια κοινή επιθυμία με κάποιον: «τώρα που
μου ανέλυσες όλες τις λεπτομέρειες της δουλειάς, βλέπω πως μπορούμε να
συνεταιριστούμε, γι’ αυτό, κόλλα πέντε να τελειώνουμε». β. προτροπή για
χειραψία με την οποία προτείνουμε σε κάποιον συμφιλίωση ή θέλουμε να
επισφραγίσουμε μια συμφιλίωση: «τώρα που βεβαιώθηκα πως ποτέ σου δε με
κατηγόρησες, κόλλα πέντε να ξαναγίνουμε φίλοι». γ. έκφραση με την οποία
επικροτούμε την ενέργεια ή τα λόγια κάποιου: «κόλλα πέντε, ρε μάγκα, γιατί καλά
του ’κανες του αλήτη || κόλλα πέντε, ρε φίλε, καλά του τα ’πες του φαφλατά». Το
πέντε υπονοεί την παλάμη με τα πέντε δάχτυλα του χεριού·
- μένω
στους πέντε δρόμους, βλ. λ. δρόμος·
- μου
πάει πέντε πέντε, φοβάμαι πάρα πολύ, τρομοκρατούμαι: «κάθε φορά που περνάω
βραδιάτικα έξω από νεκροταφείο, μου πάει πέντε πέντε || μου πάει πέντε πέντε να
τα βάλω μ’ αυτόν τον άντρακλα». (Λαϊκό τραγούδι: τα ζάρια μου τα κούνησα και
ήρθαν έξι πέντε· μπάνιζε μπάτσους στη γωνιά· τους πάει πέντε πέντε).
Συνών. μου πάει έξι κι ένα ή μου πάει έξι και μία / μου πάει ζουμί
(β) / μου πάει νερό (β) / μου πάει ριπιτίδι / μου πάει τρεις και δέκα ή μου
πάει τρεις και μία ή μου πάει τρεις τριανταμία / μου πάει τσίρλα (β)·
- όμορφο
είναι τ’ όμορφο πέντε φορές και δέκα, μ’ απ’ όλα ομορφότερο η γνωστική γυναίκα,
βλ. λ. γυναίκα·
- όποιος
βαριέται να ζυμώσει, πέντε μέρες κοσκινίζει ή όποιος δε θέλει να
ζυμώσει, πέντε μέρες κοσκινίζει, βλ. λ. μέρα·
- πάρε
πέντε! έκφραση αγανάκτησης που συνοδεύεται πάντοτε από μούντζωμα. Συνήθως η
φρ. κλείνει με το να μη στα χρωστάω·
- πέντε
γράφει εδώ, βλ. λ. γράφω·
- πέντε
κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, βλ. λ. κώλος·
- πέντε
λεπτά, βλ. λ. λεπτό·
- πέντε
πάνω πέντε κάτω, (για χρηματικά ποσά) περίπου, κατά προσέγγιση, με μικρή
διαφορά: «είμαι σίγουρος πως πέντε πάνω πέντε κάτω θα τα βρούμε και θα κάνουμε
τη δουλειά»·
- πέντε
στον παρά, βλ. λ. παράς·
- πέντε
φύσα μία ρούφα, βλ. λ. ρουφώ·
- πιάσε
πέντε! βλ. συνηθέστ. πάρε πέντε(!)·
- σκόρπισε
στους πέντε ανέμους, βλ. λ. άνεμος·
- στο
παρά πέντε, λίγο πριν γίνει κάτι, ιδίως κακό, οριστικά και τελεσίδικα, την
τελευταία στιγμή: «τον πρόλαβα στο παρά πέντε, πριν υπογράψει το συμβόλαιο, και
σώθηκε ο άνθρωπος || πρόλαβα τ’ αεροπλάνο στο παρά πέντε»·
- το
κάνει κάθε τρεις και πέντε, βλ. λ. κάθε·
- τον
έκανε πέντε παραδιών παράδες, βλ. λ. παράς·
- του
’δωσαν το βραβείο της χείρας (χήρας) με τα πέντε ορφανά, βλ. λ. βραβείο·
- τους
πέντε μήνες θλίβεται και τους επτά λυπάται, βλ. λ. μήνας·
- τρεις
το λάδι, δυο το ξίδι, πέντε το λαδόξιδο, βλ. λ. λάδι·
- τώρα
που βρήκαμε παπά, να θάψουμε πέντ’ έξι, βλ. λ. παπάς.