πεντάρα,
η, ουσ.
[<πέντε + κατάλ. -άρα]. 1. μεταλλικό νόμισμα αξίας πέντε λεπτών και,
κατ’ επέκταση, ελάχιστο χρηματικό ποσό ή ασήμαντη χρηματική αξία: «ένα ευρώ
αποτελείται από είκοσι πεντάρες || δε μου ’μεινε ούτε πεντάρα». 2. (στη
γλώσσα του ποδοσφαίρου) πέντε γκολ: «φάγαμε πεντάρα || τους ρίξαμε πεντάρα». 3.
(στη γλώσσα του στρατού) φυλάκιση πέντε ημερών: «ο λοχαγός μ’ έβγαλε στην
αναφορά κι ο διοικητής μου ’ριξε πεντάρα». 4. στον πλ. οι πεντάρες,
η περίπτωση που μετά το ρίξιμο των ζαριών από τον παίχτη η ορατή τους επιφάνεια
δείχνει τα πέντε στίγματα: «οι πεντάρες είναι μια απ’ τις καλύτερες ζαριές»·
βλ. και λ. δεκάρα. (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- άνθρωπος
της πεντάρας, βλ. λ. άνθρωπος·
- για
μια πεντάρα, για ασήμαντο, για μηδαμινό χρηματικό ποσό: «πούλησε ολόκληρο
διαμέρισμα για μια πεντάρα, γιατί είχε μεγάλη ανάγκη από μετρητά || αυτό τ’
αυτοκίνητο τ’ αγόρασα για μια πεντάρα από κάποιον που είχε μεγάλη ανάγκη»·
- δε
δίνω πεντάρα (τσακιστή), α. αδιαφορώ τελείως για κάποιον ή για κάτι:
«δε δίνω πεντάρα τσακιστή για το τι θα κάνεις». β. δεν πληρώνω τίποτα:
«φάγαμε ήπιαμε και δε δώσαμε πεντάρα τσακιστή, γιατί μας τα κέρασε ένας παλιός
μου φίλος»·
- δε
μ’ άφησε πεντάρα (τσακιστή), μου κέρδισε όλα μου τα χρήματα, ιδίως σε
μπαρμπούτι ή σε χαρτοπαίγνιο: «αποδείχτηκε πως ήταν μεγάλο2ς χαρτοκλέφτης, γι’
αυτό δε μ’ άφησε πεντάρα». (Λαϊκό τραγούδι: ρε ήρθανε κι απ’ τον Περαία άντε
μας την σκάσανε ωραία, άντε μας αρχίσανε στα ζάρια, άντε δε μας αφήσανε
πεντάρα)·
- δεν
αξίζει πεντάρα (τσακιστή), βλ. φρ. δεν κάνει πεντάρα (τσακιστή)·
- δεν
αφήνει πεντάρα (τσακιστή), βλ. φρ. δεν αφήνει δεκάρα (τσακιστή), λ.
δεκάρα·
- δεν
έχω πεντάρα (τσακιστή), είμαι τελείως άφραγκος: «απ’ τη μέρα που
χρεοκόπησα, δεν έχω πεντάρα τσακιστή»·
- δεν
κάνει πεντάρα (τσακιστή), (για πρόσωπα ή πράγματα) δεν έχει καμιά αξία ή
ποιότητα: «ο φίλος σου δεν κάνει πεντάρα || αυτό το πράγμα που αγόρασες δεν κάνει
πεντάρα τσακιστή». (Λαϊκό τραγούδι: κρασί, γυναίκα και χαρτί με κάνανε
μαντάρα, γιατί χωρίς αυτά η ζωή δεν κάνει μια πεντάρα)·
- δεν
κοστίζει πεντάρα (τσακιστή), βλ.
φρ. δεν κάνει πεντάρα (τσακιστή)·
- δεν
υπάρχει πεντάρα (τσακιστή), βλ.
φρ. δεν έχω πεντάρα (τσακιστή)·
- με
μια πεντάρα, με ασήμαντο, με μηδαμινό χρηματικό ποσό. Οι πιο παλιοί θα
θυμούνται σίγουρα το διαφημιστικό σλόγκαν οικοπεδικής επιχείρησης των Αθηνών
κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1950-1960: πάρτε οικόπεδο με μια πεντάρα στου
Κωσταντάρα·
- πεντάρα
πεντάρα, με σκληρή οικονομία και λίγο λίγο: «μαζεύει πεντάρα πεντάρα το
ποσό για να καλύψει τα έξοδα του γιου του που σπουδάζει στο εξωτερικό». Συνών. δεκάρα
δεκάρα / δραχμή δραχμή / φράγκο φράγκο·
- της
πεντάρας, (για πρόσωπα ή πράγματα) που δεν έχει καμιά αξία ή ποιότητα: « ο
φίλος σου, αποδείχτηκε φίλος της πεντάρας || τι κουστούμι της πεντάρας είναι
αυτό που πήγες κι αγόρασες!»·
- χωρίς
πεντάρα, χωρίς διόλου χρήματα: «έφαγε όλη του την περιουσία κι έμεινε χωρίς
πεντάρα». (Λαϊκό τραγούδι: σου δίνουνε μια τσαχπινιά και μια περίσσια γλύκα,
που γρήγορα θα παντρευτείς χωρίς πεντάρα προίκα).