πεντακόσοι,
-ες, -α, απόλ.
αριθμ. επίθ. [<αρχ. πεντακόσιοι], πεντακόσιοι·
- τα
μισά της χιλιάδας πεντακόσα, α.
λέγεται με
ειρωνική διάθεση σε κάποιον που στενοχωριέται για πράγματα που δεν μπορούν να
αλλάξουν προς το καλύτερο, που δεν επιδέχονται καλυτέρευση και που από την
πολλή σκέψη πάνω σε αυτό το θέμα δείχνει σαν να είναι αφηρημένος. β. λέγεται
και για κάποιον που δείχνει μεγάλη αδιαφορία για κάτι: «άκου να σου πω, φίλε
μου, τα μισά της χιλιάδας πεντακόσα κι ούτε που με νοιάζει τι θα πεις και τι θα
κάνεις».