πένσα,
η, ουσ.
[<γαλλ. pince], είδος τανάλιας, λαβίδας: «με την πένσα μπορεί κανείς να
ξεκαρφώσει πιο εύκολα ένα καρφί»·
- έχει
ένα χέρι σαν πένσα, βλ. φρ. έχει ένα χέρι σαν τανάλια, λ. τανάλια·
- του
βγάζεις τα λόγια με την πένσα ή του παίρνεις τα λόγια με την πένσα, βλ. λ. λόγος·
- του
τα βγάζεις ένα ένα με την πένσα ή του τα βγάζεις με την πένσα ή του
τα παίρνεις ένα ένα με την πένσα ή του τα παίρνεις με την πένσα (ενν. τα
λόγια), βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα λόγια με την πένσα.