απενταρία,
η, ουσ.
[<απένταρος + κατάλ. -ία], η πλήρης έλλειψη χρημάτων: «αυτή η απενταρία μ’
έχει σκοτώσει ψυχικά», Συνών. η αδεκαρία / η αναπαραδιά / η αφραγκία / η
αψιλία·
- έχω
απενταρίες, στερούμαι παντελώς χρημάτων, περνώ περίοδο αδεκαρίας,
αναπαραδιάς, αφραγκίας, αψιλίας: «τον τελευταίο καιρό έχω κάτι απενταρίες, που
δεν μπορώ να στο περιγράψω». Στον τύπο έχω κάτι απενταρίες! επιτείνουμε
την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι απενταρίες(!)·
- με
δέρνει απενταρία ή με δέρνουν απενταρίες, υποφέρω από την παντελή έλλειψη
χρημάτων, περνώ περίοδο μεγάλης φτώχειας: «τον τελευταίο καιρό δεν ξεμυτώ από
το σπίτι μου, γιατί με δέρνουν απενταρίες». Στον τύπο με δέρνει μια
απενταρία! ή με δέρνουν κάτι απενταρίες! επιτείνουμε την έννοια και
η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι απενταρία! ή μα τι
απενταρίες(!)·
-
περνώ απενταρίες, περνώ
περίοδο μεγάλης φτώχειας: «δεν είμαι για πολλά έξοδα, γιατί περνώ απενταρίες».
Στον τύπο περνώ κάτι απενταρίες! επιτείνουμε την έννοια και η φρ.
κλείνει πολλές φορές με το μα τι απενταρίες!