πελτές
κ. μπελντές κ.
μπελτές, ο, ουσ. [<τουρκ. pelte <ελλ. πολτός], σάλτσα ντομάτας, ο
ντοματοπελτές ή είδος μαρμελάδας·
- του
’κανα τα μούτρα πελτέ, του γέμισα το πρόσωπο με αίματα από τα άγρια
χτυπήματα που του κατάφερα: «πριν προλάβουν να τον πάρουν απ’ τα χέρια μου, του
’κανα τα μούτρα πελτέ». Από την εικόνα του ντοματοπελτέ, που είναι κόκκινος και
παρομοιάζεται με το αίμα.