πελέκι,
το, ουσ.
[<μτγν. πελέκιον, υποκορ. του ουσ. πέλεκυς], τσεκούρι: «πήρε το πελέκι του
και πήγε να κόψει ξύλα»·
- έπεσε
πελέκι, επιβλήθηκε αυστηρή, παραδειγματική τιμωρία, ιδίως καθαιρέθηκαν
υπάλληλοι που κατείχαν διευθυντικές θέσεις: «μόλις ανέλαβε η νέα κυβέρνηση,
έπεσε πελέκι σ’ όλους τους μεγαλόμισθους των δημόσιων υπηρεσιών»·
- θα
πέσει πελέκι, (απειλητικά) θα επιβληθεί αυστηρή, παραδειγματική τιμωρία,
ιδίως θα γίνουν καθαιρέσεις σε υπαλλήλους που κατέχουν διευθυντικές θέσεις, θα
ξεκαθαρίσει γενικά η κατάσταση και θα επικρατήσει τάξη, δικαιοσύνη: «σύμφωνα με
τις προγραμματικές δηλώσεις του κόμματος, μόλις αναλάβει την κυβέρνηση, θα
πέσει πελέκι σ’ όλους τους μεγαλόμισθους των δημόσιων υπηρεσιών».