πελατεία,
η, ουσ.
[<πελάτης + κατάλ. -εία], το σύνολο των πελατών κάποιου επαγγελματία ή
καταστήματος: «αυτός ο γιατρός έχει πολλή πελατεία || το τάδε σούπερ μάρκετ
έχει μεγάλη πελατεία || αυτό το χρυσοχοείο έχει εκλεκτή πελατεία || δε
στενοχωριέται, γιατί έχει μόνιμη πελατεία»·
- εκλογική
πελατεία, το σύνολο των ψηφοφόρων ενός πολιτικού ή ενός κόμματος, που
ανταλλάσσουν την ψήφο τους αντί διαφόρων εξυπηρετήσεων: «κάθε φορά που
πλησιάζουν οι εκλογές, κάθε κυβέρνηση δίνει μεγάλη σημασία στην εκλογική
πελατεία της παρά τους διάφορους ισχυρισμούς περί του αντιθέτου»·
- καλώς
την πελατεία! φιλική προσφώνηση καταστηματάρχη σε οικείο ή φιλικό πρόσωπο
τη στιγμή που το βλέπει να μπαίνει στο κατάστημά του».