πείσμα,
το, ουσ. [<αρχ.
πεῖσμα]. 1. ανένδοτη, ανυποχώρητη ή παράλογη εμμονή σε μια επιδίωξη,
γνώμη ή επιθυμία: «το πείσμα δεν ωφέλησε ποτέ κανέναν». 2. στον πλ. τα
πείσματα, τα καμώματα, τα νάζια: «θέλει πείσματα η αγάπη για να ’χει
νοστιμάδα». (Λαϊκό τραγούδι: άσ’ τα παιδιαρίσματα στο ’χω ξαναπεί, αγάπη
δίχως πείσματα δεν έχει προκοπή). Συνών. γινάτι. (Ακολουθούν
22 φρ.)·
- από
πείσμα, βλ. φρ. για (το) πείσμα·
- αρβανίτικο
πείσμα, η ανένδοτη, η ανυποχώρητη ή η παράλογη εμμονή σε μια επιδίωξη,
γνώμη ή επιθυμία: «τέτοιο αρβανίτικο πείσμα δεν έχω συναντήσει σε άνθρωπο»·
- αρναούτικο
πείσμα, βλ. συνηθέστ. αρβανίτικο πείσμα·
- ας
είν’ καλά το πείσμα του! έκφραση
που δηλώνει πως θα ξεπεράσουμε τη δυσκολία που έχουμε, παρόλο που αρνείται
πεισματικά να μας βοηθήσει το άτομο από το οποίο ζητάμε βοήθεια, ή και, αν δεν
την ξεπεράσουμε, το μόνο που θα κερδίσει το άτομο αυτό θα είναι η επαλήθευση
της μνησικακίας του·
- βάζω
πείσμα, βλ. φρ. το βάζω πείσμα·
-
βαστώ πείσμα, βλ.
φρ. κρατώ πείσμα·
-
βουργάρικο πείσμα,
βλ. συνηθέστ. αρβανίτικο πείσμα·
-
γαϊδουρινό πείσμα, το
μεγάλο πείσμα: «όταν τον πιάσει το γαϊδουρινό πείσμα, δεν αλλάζει γνώμη με
τίποτα». Από την εικόνα του γαϊδάρου που, όταν πεισμώνει, στυλώνει τα πόδια του
και δεν κάνει βήμα παρόλες τις προτροπές ή το ξύλο που του δίνει το αφεντικό
του·
- για
(το) πείσμα, μόνο και μόνο επειδή πεισμώσαμε, μόνο και μόνο από εγωιστική
επιμονή, από ισχυρογνωμοσύνη: «επειδή την προηγούμενη φορά δεν ήρθατε μαζί μου,
δε θα ’ρθω κι εγώ μαζί σας για πείσμα». (Λαϊκό τραγούδι: κι όσοι μας θέλουν
το κακό για πείσμα, για γινάτι, δε θα χωρίσουμε ποτέ για να τους βγει το
μάτι). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·
-
έχει πείσμα, είναι
πολύ πεισματάρης, πολύ ξεροκέφαλος: «αφού είπε κάτι, μην περιμένεις ν’ αλλάξει
γνώμη, γιατί έχει πείσμα αυτός ο άνθρωπος»·
- κάνω
πείσματα, προσποιούμαι πως δε θέλω κάτι, κάνω νάζια: «μ’ αρέσει, όταν κάνει
πείσματα η γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: έλα και δώσ’ μου ένα φιλί, μη μου τ’
αρνιέσαι, φως μου, και μη μου κάνεις πείσματα,οπόταν είσαι μπρος
μου)·
- κρατώ
πείσμα, διατηρώ, τρέφω μνησικακία για κάποιον: «μην του πας κόντρα, γιατί
κρατάει πείσμα και δε θα ’χεις καλά ξεμπερδέματα μαζί του»·
- με
πείσμα, με επιμονή, πεισματικά: «άρχισε να δουλεύει με πείσμα για να
παραδώσει τη δουλειά μέσα στις προθεσμίες που είχε δώσει»·
- με
πιάνει το πείσμα, επιμένω σε κάτι από αντίδραση, πεισμώνω, γίνομαι
ισχυρογνώμονας: «όταν με πιάνει το πείσμα, μην προσπαθείς να μ’ αλλάξεις γνώμη,
γιατί δε θα καταφέρεις τίποτα»·
- μουλαρίσιο
πείσμα, βλ. συνηθέστ. γαϊδουρινό πείσμα·
- σε
πείσμα όλων, επιμένοντας πεισματικά παρά τη γνώμη όλων για το αντίθετο:
«κάποτε τον είχαν ξοφλημένο, αλλά σε πείσμα όλων κατάφερε ν’ απαλλαγεί απ’ τα
ναρκωτικά»·
- το
βάζω πείσμα, πεισμώνω, γίνομαι ισχυρογνώμονας: «όταν το βάλει πείσμα, δε
λέει να βάλει μπουκιά στο στόμα του»·
- το
βάζω πείσμα να..., αποφασίζω να κάνω, να πραγματοποιήσω κάτι οπωσδήποτε:
«αφού το ’βαλε πείσμα να τελειώσει το πανεπιστήμιο, θα το τελειώσει»·
- τον
βάζω πείσμα, βλ. φρ. τον έχω πείσμα·
- τον
έχω πείσμα, τον
εχθρεύομαι, θέλω, επιδιώκω να του κάνω κακό: «τον έχω τέτοιο πείσμα, που, αν
τον πιάσω στα χέρια μου, θα τον λιώσω»·
- του
βαστώ πείσμα, βλ. φρ. τον έχω πείσμα·
- του
κρατώ πείσμα, βλ.
φρ. τον έχω πείσμα.