απελπισία
κ. απελπισιά, η, ουσ. [<απελπίζω], η
απελπισία. α. άνθρωπος δυσάρεστος, κουραστικός, μίζερος, που μας
δημιουργεί προβλήματα και δυσαρέσκεια με τη φορτικότητά του ή τη μίζερη
συμπεριφορά του: «αμάν, μωρ’ αδερφάκι μου, απελπισία κατάντησες μ’ αυτή την
γκρίνια σου!». β. άνθρωπος λεπτολόγος, σχολαστικός, που μας εξουθενώνει
με τη λεπτολογία του, τη σχολαστικότητά του: «μην μπλέξεις με τον τάδε σε καμιά
δουλειά, γιατί είναι μεγάλη απελπισία και θα σ’ αλλάξει τον αδόξαστο»·
- είναι
(μαύρη) απελπισία, α. είναι (πολύ) δυσάρεστος, (πολύ) κουραστικός,
(πολύ) εκνευριστικός, (πολύ) μίζερος, που για το λόγο αυτό, μας δημιουργεί
(μεγάλη) δυσαρέσκεια, (μεγάλη) στενοχώρια: «μην μπλέξεις μαζί του, γιατί είναι
μαύρη απελπισία ο τύπος και θα σου σπάσει τα νεύρα». β. λέγεται και για
κάτι που μας προξενεί εκνευρισμό ή δυσαρέσκεια: «όλη τη βδομάδα ο καιρός ήταν
μαύρη απελπισία, γιατί συνέχεια πότε φυσούσε αέρας και πότε έβρεχε || το φαγητό
που μας πρόσφεραν ήταν μαύρη απελπισία»·
- μ’
έπιασε μαύρη απελπισία, νιώθω μεγάλη απογοήτευση, μεγάλη απόγνωση: «απ’ τη
μέρα που χρεοκόπησα μ’ έπιασε μαύρη απελπισία, γιατί δεν ξέρω πια πώς θα τα
καταφέρω από δω και πέρα».