πειρασμός,
ο, ουσ.
[<μτγν. πειρασμός], ο πειρασμός. 1. επιθυμία, λαχτάρα, ιδίως για κάτι
κακό ή οτιδήποτε απαγορευμένο, που προκαλεί επιθυμία ή λαχτάρα: «είναι λίγος
καιρός που έκοψε το τσιγάρο, αλλά έχει ακόμα τον πειρασμό || τα ναρκωτικά είναι
ένας ηλίθιος πειρασμός για πολλούς νέους». 2. οτιδήποτε διεγείρει έντονη
επιθυμία για απόλαυση: «αυτό το κοκορέτσι είναι πειρασμός || ένα καλό κρασί
είναι πάντα πειρασμός». 3. γυναίκα πολύ όμορφη, πολύ προκλητική, που
διεγείρει τον ερωτικό πόθο, τα σεξουαλικά ένστικτα: «δεν μπορεί κανένας άντρας
ν’ αντισταθεί σ’ αυτόν τον πειρασμό». (Τραγούδι: είσαι παιδί μου πειρασμός,
σεισμός, α για για για, στόμα, χαμόγελο, κορμί, γραμμή, α για για για). 4.
ο διάβολος, ο σατανάς: «μην αφήνεις να σε κυριέψει ο πειρασμός»·
- βάζω
σε πειρασμό (κάποιον), κολάζω, σκανδαλίζω κάποιον, τον παρασύρω σε αμάρτημα
ή σε απρεπή πράξη: «αυτή η γυναικάρα βάζει σε πειρασμό όλους τους άντρες ||
έτσι όπως αφήνει το ταμείο του ανοιχτό, βάζει σε πειρασμό τον οποιοδήποτε για
να τον κλέψει». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ αυτό το κίτρινο πλεχτό σαν καναρίνι μοιάζεις
κι όλους τους άντρες, βρε κουκλί, σε πειρασμό τους βάζεις)· βλ. και
φρ. βάζω (κάποιον) στον πειρασμό να(…)·
-
βάζω (κάποιον) στον πειρασμό να…, κάνω
κάποιον να αισθάνεται την επιθυμία να…, παρακινώ κάποιον να κάνει κάποιο
αμάρτημα ή κάποια απρεπή πράξη…: «με το πες πες, μ’ έβαλε στον πειρασμό ν’
αγοράσω ίδιο αυτοκίνητο με το δικό του || κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναικάρα
να περνάει από μπροστά μου με βάζει στον πειρασμό να της χιμήξω»· βλ. και φρ. βάζω
σε πειρασμό (κάποιον)·
- δεν
αντέχω στον πειρασμό, δεν
μπορώ να αντισταθώ στην επιθυμία που νιώθω να κάνω κάτι απαγορευμένο: «έχω
ανεβασμένη τη χοληστερόλη μου, όμως ήταν τόσο νόστιμο το αρνάκι που δεν άντεξα στον
πειρασμό και ζήτησα και δεύτερη μερίδα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ.
ακολουθεί το άλλο·
- μου
μπήκε ο πειρασμός, βλ.
φρ. μπαίνω σε πειρασμό·
-
μπήκε ο πειρασμός μέσα μου, έχω
καταληφθεί από το διάβολο ή από δαίμονες και ενεργώ παράλογα ή αντίθετα προς την
ηθική μου: «ξαφνικά μπήκε ο πειρασμός μέσα μου και χωρίς να το καταλάβω, έβαλα
χέρι στο ταμείο του φίλου μου»·
- μπαίνω
σε πειρασμό, κολάζομαι, σκανδαλίζομαι από γυναίκα: «κάθε φορά που βλέπω
αυτή τη γυναίκα να περνάει από μπροστά μου, μπαίνω σε πειρασμό και μου ’ρχεται
να την αγκαλιάσω και να την πνίξω στα φιλιά»· βλ. φρ. μπαίνω στον πειρασμό
να(…)·
- μπαίνω
στον πειρασμό να…, αισθάνομαι την επιθυμία να…, παρακινούμαι να κάνω κάποιο
αμάρτημα ή κάποια απρεπή πράξη…: «μετά από τόσα καλά που άκουσα, μπήκα στον
πειρασμό ν’ αγοράσω κι εγώ το ίδιο αυτοκίνητο με τον τάδε || κάθε φορά που τον ακούω
να μιλάει με τόσο πάθος για τα ταξίδια, μπαίνω στον πειρασμό ν’ αρχίσω κι εγώ
τα ταξίδια || μην αφήνεις το ταμείο σου ανοιχτό, γιατί μπαίνω στον πειρασμό να
βάλω χέρι στα λεφτά σου»· βλ. και φρ. μπαίνω σε πειρασμό·