πειράζομαι,
ρ.
[<πειράζω], ενοχλούμαι, θίγομαι, προσβάλλομαι: «πειράζεται, κάθε φορά που
γίνεται λόγος για τη διαγωγή της αδερφής του»·
- πειράζεται
με το τίποτα, ενοχλείται, θίγεται πολύ εύκολα, χωρίς λόγο: «μην κάνεις
αστεία μαζί του, γιατί πειράζεται με το τίποτα»·
- πειράχτηκαν
τα νεύρα του, βλ. λ. νεύρο·
- πειράχτηκε
το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό.