πεινώ
κ. πεινάω, ρ.
[<αρχ. πεινῶ], πεινώ· επιθυμώ, λαχταρώ έντονα κάτι, ιδίως λόγω προηγούμενης
στέρησης: «πεινώ κι εγώ σαν άνθρωπος για λίγη διασκέδαση». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- αλίμονό
του που πεινά κι ελπίζει απ’ τη γειτονιά, για να μην εξαρτάται κανείς από
τους άλλους θα πρέπει να είναι αυτεξούσιος γιατί συνήθως τους άλλους δεν τους
απασχολούν τα προβλήματά σου: «προσπάθησε να οργανωθείς καλά στη ζωή σου γιατί,
αλίμονό του που πεινά κι ελπίζει απ’ τη γειτονιά»·
- άμα
δεν πεινάσει, δε ζυμώνει, βλ. λ. ζυμώνω·
- η
αλεπού, όταν πεινάει, προσκυνάει, βλ. λ. αλεπού·
- μάθε
τέχνη κι άσ’ τηνε και αν πεινάσεις, πιάσ’ τηνε, βλ. λ. τέχνη·
- όποιος
πεινάει, καρβέλια ονειρεύεται, βλ. λ. καρβέλι·
- όταν
πεινάει η αλεπού, κάνει πως κοιμάται, βλ. λ. αλεπού·
- πεινάει
το σπίτι του, βλ. λ. σπίτι·
- πεινώ
σαν λύκος ή πεινώ σαν το λύκο, βλ. λ. λύκος·
- το
σπίτι σου όταν πεινάει, ελεημοσύνη μην κάνεις, βλ. λ. σπίτι·
- των
φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν, μαγειρεύουν, βλ. λ. παιδί·
-
φοβάται να χέσει, για να μην πεινάσει, βλ. λ. χέζω.