πείνα,
η, ουσ.
[<αρχ. πεῖνα], η πείνα. 1. μεγάλη φτώχεια: «μεγάλωσε μέσα στην πείνα
και τη δυστυχία». 2. η διαρκής έλλειψη τροφίμων και οι δυσχέρειες που
συνεπάγεται η έλλειψη αυτή: «στην Αφρική χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν απ’ την
πείνα». 3. έντονο αίσθημα στέρησης: «σεξουαλική πείνα». (Ακολουθούν 44
φρ.)·
- άγρια
πείνα, βλ. φρ. διαβολεμένη πείνα·
-
αλληθώρισα απ’ την πείνα, πεινώ
πάρα πολύ, πεινώ υπερβολικά: «βάλε μου γρήγορα να φάω κάτι, γιατί αλληθώρισα
απ’ την πείνα»·
- αλληθώρισε
το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου αλληθώρισε απ’ την πείνα, βλ.
φρ. αλληθώρισα απ’ την πείνα·
- απεργία
πείνας, τρόπος διαμαρτυρίας ή διεκδίκησης των δικαιωμάτων κάποιου που
εκδηλώνεται με αποχή από το φαγητό: «απειλεί πως θα κάνει απεργία πείνας, αν δε
γίνουν δεκτά τα νόμιμα αιτήματά του»·
- ας
με λεν βοϊβοδίνα κι ας πεθαίνω απ’ την πείνα ή ας με λεν βοϊβοδίνα κι ας
ψοφώ από την πείνα, βλ. λ. βοϊβοδίνα·
- ας
με λένε δημαρχίνα κι ας πεθαίνω απ’ τη πείνα ή ας με λένε δημαρχίνα κι
ας ψοφώ από την πείνα, βλ. λ. δήμαρχος·
- βρομάνε
τα χνότα του απ’ την πείνα, βλ. λ. χνότο·
- γαμημένη
πείνα, βασανιστική πείνα: «έχω μια γαμημένη πείνα, κι αν δε βάλω κάτι στο
στόμα μου, θα σωριαστώ κάτω»·
- γυαλίζει
το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου γυαλίζει απ’ την πείνα, βλ.
φρ. αλληθώρισα απ’ την πείνα·
- δε
βλέπω μπροστά μου απ’ την πείνα, πεινώ υπερβολικά: «έχω να φάω απ’ το πρωί
και δε βλέπω μπροστά μου απ’ την πείνα»·
- δε
σε βλέπω απ’ την πείνα, βλ. φρ. δε βλέπω μπροστά μου απ’ την πείνα·
- διαβολεμένη
πείνα, πολύ μεγάλη, ανυπόφορη πείνα: «βάλε μου γρήγορα να φάω, γιατί έχω
διαβολεμένη πείνα»·
- είμαι
στην πείνα, βλ. φρ. περνώ πείνα·
- είμαι
πεθαμένος απ’ την πείνα, βλ. φρ. πεθαίνω απ’ την πείνα·
- είμαι
ψόφιος απ’ την πείνα, βλ. φρ. είμαι πεθαμένος απ’ την πείνα·
- έπεσε
πείνα, α. παρατηρείται διαρκής έλλειψη τροφίμων με όλες τις
δυσχέρειες που συνεπάγεται αυτή η έλλειψη: «στην Κατοχή έπεσε τέτοια πείνα, που
ο κόσμος πέθαινε στους δρόμους». β. περνώ περίοδο στέρησης και φτώχειας:
«τον τελευταίο καιρό πάω να τρελαθώ, γιατί έπεσε πείνα». γ. νιώθω έντονο
το αίσθημα της στέρησης: «έπεσε πείνα, φιλαράκι μου, γιατί έχω να σταυρώσω
γυναίκα δυο μήνες». Στον τύπο έπεσε μια πείνα! επιτείνουμε τις έννοιες
και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι πείνα(!)·
- έχω
άγρια πείνα ή έχω
άγριες πείνες, βλ. φρ. έχω μια πείνα(!)·
- έχω
μια πείνα! ή έχω κάτι πείνες! πεινώ υπερβολικά: «βάλε μου ό,τι να
’ναι να φάω, γιατί έχω κάτι πείνες!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το που
δε σε βλέπω! ή είναι άλλες φορές που η φρ. κλείνει με το μα τι πείνα! ή
μα τι πείνες(!)·
- θόλωσα
απ’ την πείνα, βλ. φρ. αλληθώρισα απ’ την πείνα·
-
θόλωσε το μάτι μου απ’ την πείνα ή
το μάτι μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. φρ. θόλωσα απ’ την πείνα·
-
θόλωσε το μυαλό μου απ’ την πείνα ή
το μυαλό μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. φρ. θόλωσα απ’ την πείνα·
- λιγώθηκα
απ’ την πείνα ή λιγώθηκα στην πείνα ή λιγώθηκα της πείνας, πείνασα
πάρα πολύ: «σταμάτα κάπου να τσιμπήσουμε κάτι, γιατί λιγώθηκα απ’ την πείνα»·
- μ’
έκοψε (η) πείνα, πείνασα πάρα πολύ: «όλη τη μέρα δεν έβαλα τίποτα στο στόμα
μου και προς το βραδάκι μ’ έκοψε η πείνα»·
- μ’
έπιασε (η) πείνα, πείνασα:
«δώσε μου να βάλω κάτι στο στόμα μου, γιατί μ’ έπιασε πείνα»·
- μ’
έπιασε μια πείνα! ή
μ’ έπιασαν κάτι πείνες!
πείνασα πάρα
πολύ: «μ’ έπιασε μια πείνα, που, αν δε βάλω κάτι στο στόμα μου, θα πέσω κάτω».
Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το που
δε σε βλέπω! ή
είναι φορές που η φρ. κλείνει με το μα
τι πείνα! ή μα τι πείνες(!)·
- μ’
έχει στην πείνα, το ερωτικό μου ταίρι, για λόγους ιδίως συνετισμού ή
τιμωρίας, μου στερεί τη σεξουαλική επαφή: «απ’ τη μέρα που άργησα αδικαιολόγητα
να πάω στο ραντεβού μας, μ’ έχει στην πείνα». Συνών. μ’ έχει στη δίαιτα·
- μαύρισε
το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου μαύρισε απ’ την πείνα, βλ.
συνηθέστ. αλληθώρισα απ’ την πείνα·
- με
δέρνει η πείνα, υποφέρω από την πείνα: «είμαι τόσο φτωχός που με δέρνει η
πείνα». Στον τύπο με δέρνει μια πείνα! ή με δέρνουν κάτι πείνες! επιτείνουμε
την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι πείνα! ή μα τι
πείνες(!)·
- με
ζώνει η πείνα, βασανίζομαι από την πείνα που νιώθω, πεινώ υπερβολικά: «όταν
με ζώνει η πείνα, μπορώ να φάω ένα βόδι στην καθισιά»·
- με
θερίζει η πείνα, πεινώ πάρα πολύ, νιώθω βασανιστική πείνα: «δυο μέρες δεν
έβαλα μπουκιά στο στόμα μου και με θερίζει η πείνα»·
- μεροκάματο
πείνας, βλ. λ. μεροκάματο·
- μισθός
πείνας, βλ. λ. μισθός·
- ξεγελώ
την πείνα μου, τρώω κάτι λιγοστό, πρόχειρο για να μου φύγει το αίσθημα της
πείνας που νιώθω: «πήρα ένα κουλουράκι για να ξεγελάσω την πείνα μου»·
- ξελιγώθηκα
απ’ την πείνα ή ξελιγώθηκα στην πείνα, πεινώ πάρα πολύ, πεινώ
βασανιστικά: «μάνα, βάλε να φάω, γιατί ξελιγώθηκα απ’ την πείνα»·
- όποιος
τρέφεται μ’ ελπίδες, πεθαίνει της πείνας, βλ. λ. ελπίδα·
- πεθαίνω
απ’ την πείνα ή πεθαίνω στην πείνα ή πεθαίνω της πείνας, α.
πεινώ υπερβολικά: «πάμε να τσιμπήσουμε κάτι, γιατί πεθαίνω της πείνας». β.
δεν έχω να φάω, ιδίως επειδή είμαι πολύ φτωχός: «στις τριτοκοσμικές χώρες,
ο κόσμος πεθαίνει απ’ την πείνα». (Λαϊκό τραγούδι: κι αυτό δεν τους το δίνουμε
καθημερινά, τι κρίμα, γέροι, γυναίκες και παιδιά πεθαίνουν απ’ την πείνα)·
- πείνα
και των γονέων! πολύ μεγάλη πείνα και, κατ’ επέκταση, πολύ μεγάλη φτώχεια:
«απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, πείνα και των γονέων στο σπίτι του!»·
-
περνώ πείνα ή περνώ
πείνες, α. δεν έχω καθόλου χρήματα, είμαι εντελώς άφραγκος και, κατ’
επέκταση, περνώ περίοδο μεγάλης φτώχειας: «μη μου ζητάς ούτε ένα ευρώ, γιατί
τον τελευταίο καιρό περνώ πείνες». β. στερούμαι έντονα κάτι, ιδίως το
σεξ: «ψήσε την γκόμενά σου να φέρει καμιά φιλενάδα της, γιατί περνώ πείνες».
Στον τύπο περνώ μια πείνα! ή περνώ κάτι πείνες! με τα αορ. μια
και κάτι επιτείνεται η έννοια της πείνας και η φρ. κλείνει πολλές
φορές με το μα τι πείνα! ή μα τι πείνες(!)·
- σπάω
την πείνα μου, βλ. φρ. ξεγελώ την πείνα μου·
- τον
τάραξα απ’ την πείνα ή τον τάραξα στην πείνα, τον έκανα να υποφέρει
από την πείνα: «είχα να του δώσω τρεις μέρες να φάει και τον τάραξα απ’ την
πείνα». (Λαϊκό τραγούδι: μεθυσμένος όλη μέρα, πού γυρνάς και μπεκρουλιάζεις
και την οικογένειά σου απ’ την πείνα την ταράζεις;)·
- τους
θέρισε η πείνα, πέθαναν από την πείνα, από την ασιτία: «στην Κατοχή έβλεπες
νεκρούς στους δρόμους, που τους είχε θερίσει η πείνα»·
- τραβώ
πείνα ή τραβώ πείνες, βλ. φρ. περνώ πείνα·
-
χορταίνω την πείνα μου, ικανοποιώ
απόλυτα την αίσθηση της πείνας που έχω: «στο πρώτο εστιατόριο που βρήκα στο
δρόμο μπήκα μέσα και χόρτασα την πείνα μου»·
-
ψοφώ απ’ την πείνα ή
ψοφώ στην πείνα ή ψοφάω της πείνας, βλ. φρ. πεθαίνω απ’ την
πείνα.