πεθερά,
η, ουσ. [θηλ.
του ουσ. πεθερός], η πεθερά. Υποκορ. πεθερούλα κ. πεθερίτσα, η·
- αβάσταχτο
κακό της πεθεράς η γκρίνια, δεν υποφέρεται η γκρίνια της πεθεράς: «μου
έχουν τύχει διάφορες αναποδιές στη ζωή μου, όμως αβάσταχτο κακό της πεθεράς η
γκρίνια». (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- για
να σ’ αγαπάει η πεθερά σου, φιλική έκφραση σε άτομο που κατά τη διάρκεια
γεύματος διαλέγει και τρώει τη γωνία του ψωμιού·
- είναι
κακιά πεθερά, (και για τα δυο φύλα) είναι δύστροπος, κακότροπος ή επιμένει
να του δίνουμε λόγο των πράξεών μας, χωρίς να έχει ή χωρίς να του έχουμε δώσει
αυτό το δικαίωμα: «πρόσεξε μην μπλέξεις με τον τάδε, γιατί είναι κακιά πεθερά
και θα στενάξεις»·
- η
νύφη, όταν γεννηθεί, της πεθεράς θα μοιάζει, βλ. λ. νύφη·
- η
πεθερά κι από ζάχαρη να είναι, πάντα πικρή είναι, όσο καλή μπορεί να είναι
η πεθερά, πάντα έχει τη νοοτροπία της πεθεράς: «καλή, χρυσή όσο καλή κι αν
είναι δε μου το βγάζεις απ’ το μυαλό πως, η πεθερά κι από ζάχαρη να είναι,
πάντα πικρή είναι»·
- κάνει
σαν κακιά πεθερά, (και για τα δυο φύλα) είναι δύστροπος, κακότροπος: «όπως
και να της φερθείς, κάνει σαν κακιά πεθερά»·
- μαλώνουν
όπως η νύφη με την πεθερά ή μαλώνουν σαν τη νύφη με την πεθερά, βλ. λ. νύφη·
- μου
’γινε κακιά πεθερά, ανακατεύεται
στις υποθέσεις μου και επίμονα ζητάει λογαριασμό των πράξεών μου, χωρίς να έχει
ή χωρίς να του έχω δώσει αυτό το δικαίωμα: «απ’ τη μέρα που άρχισα να τον κάνω
παρέα, μου ’γινε κακιά πεθερά και συνεχώς μου ζητάει το λόγο»·
- ξεχνά
η γρουσούζα η πεθερά, πως ήταν νύφη μια φορά, δεν πρέπει να ξεχνάμε τις
δοκιμασίες και τις ταλαιπωρίες που περάσαμε κάποτε άδικα από κάποιον για να μην
τυραννάμε άδικα κι εμείς τους άλλους: «τώρα που έγινε πλούσιος καταπιέζει τους
ταλαίπωρους τους φτωχούς και ξεχνά η γρουσούζα η πεθερά, πως ήταν νύφη μια
φορά»·
- όσα
βλέπει η πεθερά, ειρωνική έκφραση για επιφανειακή καθαριότητα ενός χώρου:
«θα καθαρίσεις προσεχτικά το δωμάτιό σου κι όχι όσα βλέπει η πεθερά»·
- όσο
πίνει η πεθερά μας, τόσο μας καλοχαιρετάει, το κρασί φέρνει ευθυμία και
καλή διάθεση ακόμη και στους δύστροπους ανθρώπους: «στη δουλειά του δεν υπάρχει
πιο στραβόξυλο, στο ποτήρι όμως, όσο πίνει η πεθερά μας, τόσο μας
καλοχαιρετάει»·
- ποιος
παινάει το γαμπρό; Η κλανιάρα η πεθερά, βλ. λ. γαμπρός·
- σ’
αγαπάει η πεθερά σου, φιλική έκφραση σε άτομο που μπαίνει στο χώρο μας την
ώρα που στρώνουμε τραπέζι για φαγητό ή την ώρα που τρώμε·
- στη
ζωή της πεθεράς μου! βλ. λ. ζωή·
- τα
λέω στην πεθερά για να τ’ ακούει η νύφη ή τα λέω της πεθεράς για να τ’
ακούει η νύφη, βλ. λ. νύφη·
- τρώγονται
όπως η νύφη με την πεθερά ή τρώγονται σαν τη νύφη με την πεθερά, βλ. λ. νύφη.