πεδίο,
το, ουσ.
[<αρχ. πεδίον], το πεδίο· τομέας, ιδίως εμπορικός, επιστημονικός ή
καλλιτεχνικός, όπου αναπτύσσεται κάποια δραστηριότητα: «στο πεδίο των καλών
τεχνών υπάρχουν πολλοί και άξιοι καλλιτέχνες»·
-
ανοίγεται πεδίον δόξης λαμπρό(ν), α.
λέγεται
θαυμαστικά για τη δυνατότητα που δίνεται σε κάποιον να δράσει δημιουργικά σε
έναν χώρο και να μεγαλουργήσει: «τώρα που πήρε το πτυχίο του δικηγόρου,
ανοίγεται πεδίον δόξης λαμπρόν». β. λέγεται ειρωνικά για άτομο που του
δίνεται η δυνατότητα να προβεί σε σειρά παρανομιών: «τώρα που κατέλαβε αυτή τη
θέση, μπροστά του ανοίγεται πεδίο δόξης λαμπρόν». Η φρ., ιδίως στη δεύτερη
περίπτωση, σε χρήση από τους πολιτικούς·
- αφήνω
ελεύθερο πεδίο, αποχωρώ από κάποιο τομέα δραστηριοτήτων, ιδίως εμπορικό,
επιστημονικό ή καλλιτεχνικό, και επιτρέπω σε άλλον ή σε άλλους να ενεργούν όπως
αυτοί νομίζουν σωστά, επιτρέπω πλήρη ελευθερία κινήσεων σε κάποιον ή κάποιους:
«όταν βγήκε ο ανταγωνιστής μου στη σύνταξη, μ’ άφησε ελεύθερο πεδίο μέσα στην
αγορά». (Λαϊκό τραγούδι: κι άφησα πίσω μου ελεύθερο πεδίο και τις
καλύτερες ευχές για σας τους δύο)·
- ελεύθερο
πεδίο, χώρος, έκταση χωρίς κανένα επικίνδυνο εμπόδιο, χωρίς να ενεδρεύει
κανένας κίνδυνος: «μόλις είδα ελεύθερο πεδίο μπροστά μου, το ’βαλα στα πόδια»·
- έπεσε
στο πεδίο της τιμής, α. λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος σκοτώθηκε
την ώρα που υπηρετούσε, που αγωνιζόταν για την πατρίδα του ή για κάτι ιερό: «στον
αλβανικό πόλεμο έπεσαν πολλά παλικάρια στο πεδίο της τιμής». β. λέγεται
σε περιπτώσεις που κάποιος πεθαίνει τη στιγμή που ασχολείται με κάτι που πάντα
τον απασχολούσε πάρα πολύ: «ήταν ερωτιάρης ο γέρος, κι όταν έμπλεξε με μια
εικοσάρα, δεν άντεξε η καρδιά του, τουλάχιστον όμως έπεσε στο πεδίο της τιμής
όπως το ήθελε από πάντα»·
- οπτικό
πεδίο, έκταση στην οποία βλέπει κανείς με το μάτι ή με οπτικό όργανο ό,τι
υπάρχει: «το πλοίο βγήκε απ’ το λιμάνι και σε λίγη ώρα χάθηκε απ’ το οπτικό μας
πεδίο || φύγε, σε παρακαλώ, από μπροστά μου, γιατί μου κλείνεις το οπτικό μου
πεδίο»·
- πεδίο
ασκήσεων, καθορισμένη περιοχή στην οποία εκπαιδεύονται μονάδες του στρατού
(άρματα μάχης, πυροβολητές κ.λπ.): «το πεδίο ασκήσεων θεωρείται απαγορευμένη
περιοχή»·
- πεδίο
βολής, τοποθεσία κατάλληλα διαμορφωμένη για να ασκούνται οι στρατιώτες στη
σκοποβολή: «ο αβ οδήγησε τους στρατιώτες του στο πεδίο βολής για την
καθορισμένη τους άσκηση». (Λαϊκό τραγούδι: ποια νυχτωδία το φως σου έχει
πάρει και σε ποιο Γαλαξία να σε βρω; εδώ είναι Αττική, φαιό νταμάρι, κι εγώ ένα
πεδίο βολής φτηνό που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι)·
-
πεδίο δράσης, τομέας
όπου ενεργεί, όπου δραστηριοποιείται κάποιος: «ήταν πολύ δραστήριος άνθρωπος,
γι’ αυτό βρήκε πεδίο δράσης στο εμπόριο»·
- πεδίο
μάχης, α. χώρος, τοποθεσία όπου διεξάγεται μια μάχης: «στο πεδίο της
μάχης κείτονταν δεκάδες νεκροί». β. χώρος όπου εκδηλώνονται έντονες
διαφωνίες, αντιθέσεις ή αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε άτομα ή σε ομάδες ατόμων:
«κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού το κοινοβούλιο μετατράπηκε σε πεδίο μάχης»·