πάω, ρ. [<μσν. πάγω <αρχ. ὑπάγω],
πάω. 1. φεύγω, αναχωρώ: «ακόμα εδώ είσαι; -Πάω». 2. μεταβαίνω:
«πάω στη Θεσσαλονίκη». 3. κατευθύνομαι: «προς τα πού πας;». 4.
βρίσκομαι συχνά σε κάποιο μέρος, είμαι θαμώνας, συχνάζω: «πάω συχνά στα
μπουζούκια || δεν πάω πια στο γραφείο μου τ’ απογεύματα». 5. έχω σκοπό,
πρόκειται να: «γνώρισα μια καλή γυναίκα και πάω για γάμο || πάνε για κλείσιμο
στην τάδε επιχείρηση». 6. πεθαίνω: «αφού όλοι μας μια μέρα θα πάμε, τι
τα θέλουμε τα μίση και τα πάθη; || πήγε από γεράματα». (Λαϊκό τραγούδι: άδικα
θα πάω, σβήνω και σκορπάω, κοίτα τι τραβάω για την πάρτη σου).
7. σκοτώνομαι: «πήγε από τροχαίο». 8. (και για τα δυο φύλα)
έρχομαι σε σεξουαλική επαφή: «έχει πάει μ’ όλες τις γυναίκες της γειτονιάς του ||
απ’ τη μέρα που την έβαλε στην παρέα του, έχει πάει μ’ όλους τους φίλους του». 9.
(για ρούχα) συνδυάζεται με τα υπόλοιπα, κολακεύει αυτόν που τα φοράει: «πολύ
σου πάνε τ’ ανοιχτόχρωμα ρούχα». (Νησιωτικό τραγούδι: η κοπελιά, η κοπελιά
είναι μικρή θαλασσάκι μου και δεν της πάν’ τα μαύρα). 10.(για
χαρτοπαίγνιο ή άλλα τυχερά παιχνίδια) ποντάρω: «πάω δέκα χιλιάρικα στον άσο».
(Λαϊκό τραγούδι: μάγκες μου, βάλ’ τε μπρος πίσω πάτε, να σας τα πάρω
για να ρεφάρω). 11. στο β΄ εν. πρόσ. πας, επιδιώκεις,
προσπαθείς: «έχω την εντύπωση πως πας να με τουμπάρεις». (Λαϊκό τραγούδι: μα
συ το παρακάνεις και πας να με τρελάνεις). 12α. στο β΄ πλ.
πρόσ. προστακτικά ή προτρεπτικά πάμε, ξεκινάμε: «αρκετά ξεκουραστήκαμε,
πάμε τώρα!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εμπρός. β. προτροπή για
να ξεκινήσει μια ομαδική προσπάθεια. Συνήθως ακούγεται από αυτόν που διευθύνει
κάποια λαϊκή ορχήστρα, από το λαϊκό τραγουδιστή προς την ορχήστρα του πάλκου να
αρχίζουν να παίζουν ή από τον υπεύθυνο κάποιας ομάδας εργατών να αρχίσουν να
εργάζονται. Συνών. φύγαμε. 13. στο γ΄ πλ. πρόσ. πάνε, πέρασαν,
παρήλθαν, δεν υπάρχουν πια, χάθηκαν: «πάνε τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής μου!
|| πάνε τζάμπα τα λεφτά!»· βλ. και λ. πάει και πηγαίνω. (Ακολουθούν 405 φρ.)·
- αλλού
τρως και πίνεις (κι) αλλού πας και το δίνεις (ενν. το μουνί σου), βλ. λ. αλλού·
- αν
δεν κουνήσει η σκύλα την ουρά της, δεν πάνε τα σκυλιά κοντά της, βλ. λ. σκύλα·
- αν
είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας ή αν είσαι και παπάς, με την
αράδα σου να πας, βλ. λ. παπάς·
- αν
σε γαμήσει ο κατής, πού θα πας (πα’) να κριθείς; βλ. λ. κατής·
- από
γλώσσα πώς πας; ή από γλώσσα πώς τα πας; βλ. λ. γλώσσα·
- από
δω πάν’ κι άλλοι, βλ. λ. άλλος·
- άσ’
τα να πάνε! απάντηση αποκαρδιωμένου ανθρώπου από τη ζωή του ή από την κακή
πορεία των εργασιών του σε άτομο που τον ρωτάει από ενδιαφέρον πώς πας ή
πώς τα πας ή πώς πάει ή πώς πάνε τα πράγματα και έχει την
έννοια πως τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά και δεν υπάρχει περίπτωση να
διορθωθούν·
- άσ’
τα να πάνε στ’ ανάθεμα! βλ. λ. ανάθεμα·
- άσ’
τα να πάνε στα κομμάτια! βλ. λ. κομμάτι·
- άσ’
τα να πάνε στα τσακίδια! βλ. λ. τσακίδια·
- άσ’
τα να πάνε στην ευχή! βλ. λ. ευχή·
- άσ’
τα να πάνε στην οργή! βλ. λ. οργή·
- άσ’
τα να πάνε στο δαίμονα! βλ. λ. δαίμονας·
- άσ’
τα να πάνε στο διάβολο! βλ. λ. διάβολος·
- άσ’
τα να πάνε στο καλό! βλ. λ. καλός·
- άσ’
τα να πάνε στον κόρακα! βλ. λ. κόρακας·
- αυτό
πάλι πού το πας; βλ. λ. αυτός·
- αφήνω
το γάμο και πάω για πουρνάρια ή αφήνω το γάμο και πάω στα πουρνάρια, βλ. λ. γάμος·
- βάλ’
τα να πάνε! βλ. λ. βάζω·
- για
κυνήγι θα πάμε; βλ. λ. κυνήγι·
- για
πάνε να δεις αν κουνιούνται οι βάρκες, βλ. λ. βάρκα·
- για
πάνε να δεις απ’ τη γωνία αν έρχομαι, βλ. λ. γωνία·
- για
ψάρεμα θα πάμε; βλ. λ. ψάρεμα·
- Γιάννης
πήγε, Γιάννης γύρισε (ήρθε) ή Γιάννης πήγε, Γιαννάκης γύρισε (ήρθε), βλ. λ. Γιάννης·
- δε
θα πάμε χαμένοι ή δε θα πάω χαμένος, βλ. λ. χαμένος·
- δε
θα τα πάμε καλά, βλ. λ. καλός·
- δε
νιώθει πού πάν’ τα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- δεν
έχει ιδέα πού πάν’ τα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- δεν
ξέρει πού πάν’ τα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- δεν
πά(ει) να γαμηθεί! βλ. λ. γαμιέμαι·
- δεν
πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους! βλ. λ. μάτι·
- δεν
πα(ς) να γαμηθείς! βλ. φρ. να πα(ς) να γαμηθείς(!)·
- δεν
πα(ς) να γαμηθείς ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! βλ. λ. κώλος·
- δεν
πα(ς) να δεις αν κουνιούνται οι βάρκες; βλ. λ. βάρκα·
- δεν
πα(ς) να δεις απ’ τη γωνία αν έρχομαι; βλ. λ. γωνία·
- δεν
πα(ς) να κάνεις μπάνιο! βλ. λ. μπάνιο·
- δεν
πα(ς) να κάνεις μπλουμ! βλ. λ. μπλουμ·
- δεν
πα(ς) να κοιταχτείς! (ενν. σε κάποιο γιατρό), βλ. λ. κοιτάζομαι·
- δεν
πα(ς) να κοιταχτείς στον καθρέφτη! βλ. λ. καθρέφτης·
- δεν
πα(ς) να κουρεύεσαι! βλ. λ. κουρεύομαι·
- δεν
πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! βλ. λ. λαιμός·
- δεν
πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου! βλ. λ. σβέρκος·
- δεν
πα(ς) να πηδηχτείς! βλ. λ. πηδιέμαι·
- δεν
πα(ς) να πνιγείς! βλ. λ. πνίγομαι·
- δεν
πα(ς) να σε διαβάσει κανένας (κάνας) παπάς! βλ. λ. παπάς·
- δεν
πα(ς) να σε κοιτάξει κανένας (κάνας) γιατρός! βλ. λ. γιατρός·
- δεν
πα(ς) να σε φυσήξει λίγο ο αέρας! ή δεν πα(ς) να σε φυσήξει λίγος αέρας!
βλ. λ. αέρας·
- δεν
πα(ς) να χεστείς! βλ. λ. χέζομαι·
- δεν
πα(ς) να χτυπιέσαι! βλ. λ. χτυπιέμαι·
- δεν
πάμε καλά, βλ. λ. καλός·
- δεν
πάνε καλά τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν
πας καλά! βλ. λ. καλός·
- δεν
πας καλά, βλ. λ. καλός·
- δεν
πας στο διάβολο! βλ. λ. διάβολος·
- δεν
πάω για τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν
πάω με τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν
πάω ούτε για κατούρημα, βλ. λ. κατούρημα·
- δεν
πάω ούτε με ενέσεις, βλ. λ. ένεση·
- δεν
πάω ούτε με σφαίρες, βλ. λ. σφαίρα·
- δεν
πάω πουθενά, βλ. λ. πουθενά·
- δεν
πάω σπίτι μου απόψε! βλ. λ. σπίτι·
- δεν
προλαβαίνω να πάω ούτε για κατούρημα, βλ. λ. κατούρημα·
- δεν
τα πάμε καλά, βλ. λ. καλός·
- δεν
τα πάω καλά με..., βλ. λ. καλός·
- δεν
τα πήγε (κι) άσχημα, βλ. λ. άσχημος·
- δεν
τον πάω, (στη νεοαργκό) δεν τον συμπαθώ: «δεν ξέρω γιατί, αλλά, απ’ τη μέρα
που τον γνώρισα, δεν τον πάω αυτόν τον άνθρωπο || δεν τον πάω, γιατί είναι πολύ
τσιγκούνης»·
- δεν
τον πάω με τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν
τον πάω ούτε με ενέσεις, βλ. λ. ένεση·
- δεν
τον πάω ούτε με σφαίρες, βλ. λ. σφαίρα·
- εδώ
καράβια χάνονται, βαρκούλες μου πού πάτε; ή εδώ ο κόσμος καίγεται,
βαρκούλες πού πάτε; ή εδώ ο κόσμος χάνεται, βαρκούλες μου πού πάτε; βλ. λ. βαρκούλα·
- εδώ
καράβια χάνονται, παλιόβαρκες πού πάτε; βλ. λ. καράβι·
- είμαι
άσ’ τα να πάνε, βλ. λ. αφήνω·
- είναι
άσ’ τα να πάνε, βλ. λ. αφήνω·
- έτσι
που πας ή έτσι που το πας, βλ. λ. έτσι·
- η
ευκαιρία πήγε στα σκουπίδια, βλ. λ. σκουπίδι·
- η
καρδιά μου πήγε να σπάσει, βλ. λ. καρδιά·
- η
τρέλα δεν πάει στα βουνά, βλ. λ. τρέλα·
- θα
πάει μακριά η βαλίτσα; βλ. λ. βαλίτσα·
- θα
πάω γαμιώντας, α. θα πάω με μεγάλη μου ευχαρίστηση: «αν είναι και η
τάδε στο χορό, θα πάω γαμιώντας». β. θα πάω θέλω δε θέλω, γιατί υπάρχει
φόβος να υποστώ κάτι κακό: «αν έρθει αύριο ο επιστάτης για έλεγχο, θα πάω
γαμιώντας στη δουλειά»·
- θα
σε πάω στο ευρωπαϊκό δικαστήριο, βλ. λ. δικαστήριο·
- θα
τον πάω γαμιώντας, θα τον πάω θέλει δε θέλει, με το ζόρι: «αν δεν πάει
μοναχός του να ζητήσει συγνώμη, θα τον πάω εγώ γαμιώντας»·
- καβάλα
πάν’ στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε, βλ. λ. καβάλα·
- και
τα πρόβατα σαν ξεπορτίσουν, πάν’ αλλού για να βοσκήσουν, βλ. λ. πρόβατο·
- καλά
πάμε! βλ. λ. καλός·
- μ’
αυτόν τον καημό πήγε, βλ. λ. καημός·
- με
πήγε καπνός κι αντάρα, βλ. λ. καπνός·
- με
το καλό να πας! βλ. λ. καλός·
- με
το καλό να πας και με το καλό να γυρίσεις! βλ. λ. καλός·
- μην
πας μακριά, βλ. λ. μακριά·
- μου
πάνε όλα ανάποδα ή όλα μου πάνε ανάποδα ή όλα ανάποδα μου πάνε, βλ. λ. ανάποδος·
- μου
πάνε όλα δεξιά ή
όλα μου πάνε δεξιά ή όλα δεξιά μου πάνε, βλ. λ. δεξιός·
- μου
πάνε όλα κόντρα ή
όλα μου πάνε κόντρα ή όλα κόντρα μου πάνε, βλ. λ. κόντρα·
- μου
πάνε όλα στραβά κι ανάποδα ή όλα μου πάνε στραβά κι ανάποδα ή όλα
στραβά κι ανάποδα μου πάνε, βλ. λ. ανάποδος·
- μου
πήγε ο κούκος αηδόνι, βλ. λ. κούκος·
- μου
πήγε στην πλάτη, βλ. λ. πλάτη·
- να
πά(ει) να γαμηθεί! (για πράγματα) βλ. λ. γαμιέμαι·
- να
πάνε κάτω τα φαρμάκια ή να πάνε τα φαρμάκια κάτω, βλ. λ. φαρμάκι·
- να
πας και να μη γυρίσεις! βλ. συνηθέστ. να πας στον αγύριστο(!)·
- να
πα(ς) να γαμηθείς! βλ. λ. γαμιέμαι·
- να
πα(ς) να κάνεις μπάνιο! βλ. λ. μπάνιο·
- να
πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! βλ. λ. κεφάλι·
- να
πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! βλ. λ. λαιμός·
- να
πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου! βλ. λ. σβέρκος·
- να
πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου! βλ. λ. κώλος·
- να
πα(ς) να ξομολογηθείς! βλ. λ. ξομολογούμαι·
- να
πα(ς) να πηδηχτείς! βλ. λ. πηδιέμαι·
- να
πα(ς) να πνιγεί! (για πράγματα) βλ. λ. πνίγομαι·
- να
πα(ς) να πνιγείς! βλ. λ. πνίγομαι·
- να
πας στ’ ανάθεμα! βλ. λ. ανάθεμα·
- να
πας στα κομμάτια! βλ. λ. κομμάτι·
- να
πας στα τσακίδια! βλ. λ. τσακίδια·
- να
πας στο δαίμονα! βλ. λ. δαίμονας·
- να
πας στο διάβολο! βλ. λ. διάβολος·
- να
πας στον αγύριστο! βλ. λ. αγύριστος·
- να
πας στον εξαποδώ! βλ. λ. εξαποδώ·
- να
πας στου διαβόλου τη μάνα! βλ. λ. διάβολος·
- να
σε πάν’ (οι) τέσσερις, βλ. λ. τέσσερις·
- οι
δουλειές μου πάνε άσχημα ή πάνε άσχημα οι δουλειές μου, βλ. λ. δουλειά·
- όλα
μου πάνε δεξιά ή όλα πάνε δεξιά, βλ. λ. δεξιά·
- όλα
μου πάνε κόντρα, βλ. λ. κόντρα·
- όλα
πάνε κομπολόι, βλ. λ. κομπολόι·
- όλα
πάνε μέλι γάλα, βλ. λ. μέλι·
- όλα
πάνε ρολόι, βλ. λ. ρολόι·
- όλα
πήγαν στο βρόντο ή πήγαν όλα στο βρόντο, βλ. λ. βρόντος·
- όπως
πάω, βλ. λ. όπως·
- όσα
έρθουν κι όσα πάνε, βλ. λ. όσος·
- πάμε
αβάντζο; βλ. λ. αβάντζο·
- πάμε
αμόντε; βλ. λ. αμόντε·
- πάμε
γι’ άλλα; βλ. λ. άλλος·
- πάμε
γι’ άλλα, βλ. λ. άλλος·
- πάμε
για τρέλες; βλ. λ. τρέλα·
- πάμε
για τρελίτσες; βλ. λ. τρελίτσα·
- πάμε
καλά, βλ. λ. καλός·
- πάμε
μακριά, βλ. λ. μακριά·
- πάμε
να το βρέξουμε (ενν. το λαρύγγι μας, το χείλι μας), βλ. λ. βρέχω·
- πάμε
πακέτο, βλ. λ. πακέτο·
- πάμε
σετ, βλ. λ. σετ·
- πάμε
στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα, βλ. λ. βάρκα·
- πάμε
στο δια ταύτα, βλ. λ. ταύτα·
- πάμε
στο πάτσι ή πάμε το πάτσι, βλ. λ. πάτσι·
- πάνε
αρόδο, βλ. λ. αρόδο·
- πάνε
αυτά που ήξερες ή πάνε αυτά που ξέρατε, βλ. λ. αυτός·
- πάνε
δυο δυο σαν τους Χιώτες, βλ. λ. Χιώτης·
- πάνε
έλα, βλ. λ. έλα·
- πάνε
κι έρχονται, βλ. λ. έρχομαι·
- πάνε
μαζί, βλ. λ. μαζί·
- πάνε
μέρες τώρα, βλ. λ. μέρα·
- πάνε
να δεις αν κουνιούνται οι βάρκες, βλ. λ. βάρκα·
- πάνε
να δεις απ’ την γωνία αν έρχομαι, βλ. λ. γωνία·
- πάνε
οι κόποι μου χαμένοι ή πάνε χαμένοι οι κόποι μου, βλ. λ. κόπος·
- πάνε
όλα ντόμινο, βλ. λ. ντόμινο2·
- πάνε
(στη) δουλειά σου! βλ. λ. δουλειά·
- πάνε
τώρα..., βλ. λ. τώρα·
- πάρε
τον κώλο σου και πάμε, βλ. λ. κώλος·
- πας
για ένα, βλ. λ. ένας·
- πας
δεν πας θα πας, έκφραση με την οποία εξαναγκάζουμε κάποιον να προβεί σε
κάποια ενέργεια: «βρίσκομαι σε πάρα πολύ δύσκολη θέση, γι’ αυτό θέλω οπωσδήποτε
να μου δώσεις τα λεφτά που σου ζητάω. Πας δεν πας θα πας, δε γίνεται αλλιώς». Η
φρ. ακούγεται συνήθως στις τάξεις του στρατού, όπου μια διαταγή δεν επιδέχεται
άρνηση: «εδώ είναι στρατός και δε χωρούν δικαιολογίες. Πας δεν πας θα πας»·
- πας
καλά; βλ. λ. καλός·
- πας
καλά με το μυαλό σου; βλ. λ. καλός·
- πας
μια κόντρα; βλ. λ. κόντρα·
- πας
στοίχημα; βλ. λ. στοίχημα·
- πας
σωστά; βλ. λ. σωστός·
- πάω
αλλαγή ή πάω γι’ αλλαγή, βλ. λ. αλλαγή·
- πάω
αμόντε, βλ. λ. αμόντε·
- πάω
ανάποδα, (για πορεία), βλ. λ. ανάποδα·
- πάω
αντίθετα προς το ρεύμα της εποχής, βλ. λ. ρεύμα·
- πάω
απ’ το κακό στο χειρότερο, βλ. λ. κακός·
- πάω
από αποτυχία σε αποτυχία, βλ. λ. αποτυχία·
- πάω
από επιτυχία σε επιτυχία, βλ. λ. επιτυχία·
- πάω
άσχημα, βλ. λ. άσχημος·
- πάω
βήμα βήμα ή πάω βήμα το βήμα, βλ. λ. βήμα·
- πάω
βίζιτα, βλ. λ. βίζιτα·
- πάω
βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
- πάω
γι’ άλλα, βλ. λ. άλλος·
- πάω
για..., α. ποντάρω σε ένα τυχερό παιχνίδι, ιδίως στη χαρτοπαιξία για
(τόσο ποσό): «αν μου ’ρθει το δέκα το καλό, θα πάω για χίλια ευρώ». β.
μου λείπουν ακόμα (ενν. τόσα χρήματα), επιζητώ να βρω ακόμα (ενν. τόσα
χρήματα): «πάω για τριακόσιες χιλιάδες για να συμπληρώσω το εκατομμύριο που μου
λείπει». γ. πρόκειται να…, έχω σκοπό να..., επιδιώκω να…: «όχι μόνο θα
πετύχει αυτή η δουλειά που κάνω, αλλά πάω για μεγάλη επιτυχία || πάω για
πρόεδρος του σωματείου μας». (Λαϊκό τραγούδι: τα φράγκα σαν σχολάσουνε,
πρίμος αν θα ’ρθει αγέρας, μπαρκάρω για το Χόλιγουντ, να πάω για αστέρας).
δ. κινδυνεύω να…: «με την αναδουλειά που υπάρχει, πάω για φαλίρισμα»·
βλ. και φρ. πήγε να(…)·
- πάω
για βόδι, βλ. λ. βόδι·
- πάω
για γάμο, βλ. λ. γάμος·
- πάω
για γούστα, βλ. λ. γούστο·
- πάω
για γούστο ή πάω για γούστο μου ή πάω για το γούστο μου, βλ. λ. γούστο·
- πάω
για κούρα, βλ. λ. κούρα·
- πάω
για λουκέτο, βλ. λ. λουκέτο·
- πάω
για νανάκια, βλ. λ. νανάκια·
- πάω
για νάνι, βλ. λ. νάνι·
- πάω
για πρωτειά ή πάω για την πρωτειά, βλ. λ. πρωτειά·
- πάω
για στούφα ή πάω για στούφες, βλ. λ. στούφα·
- πάω
για τα χοντράδια, βλ. λ. χοντράδια·
- πάω
για τηλεφώνημα, βλ. λ. τηλεφώνημα·
- πάω
για την ανάγκη μου ή πάω να κάνω την ανάγκη μου, βλ. λ. ανάγκη·
- πάω
για τούφα ή πάω για τούφες, βλ. λ. τούφα·
- πάω
για ύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- πάω
γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- πάω
εκεί που και ο βασιλιάς πάει μόνος, βλ. λ. βασιλιάς·
- πάω
ένα βήμα μπρος, δυο πίσω, βλ. λ. βήμα·
- πάω
έξω, βλ. λ. έξω·
- πάω
ίσα, βλ. λ. ίσος·
- πάω
ίσια, βλ. λ. ίσιος·
- πάω
καλά; βλ. λ. καλός·
- πάω
καλά, βλ. λ. καλός·
- πάω
κατ’ ανέμου, βλ. λ. άνεμος·
- πάω
κατά διαβόλου, βλ. λ. διάβολος·
- πάω
κατά καπνού, βλ. λ. καπνός1·
- πάω
κόντρα, βλ. λ. κόντρα·
- πάω
κόντρα με τον καιρό ή πάω κόντρα στον καιρό, βλ. λ. καιρός·
- πάω
κόντρα ρελάνς, βλ. λ. ρελάνς·
- πάω
κορδέλα, βλ. λ. κορδέλα·
- πάω
κορδόνι, βλ. λ. κορδόνι·
- πάω
κορδόνι χωρίς κόμπο, βλ. λ. κορδόνι·
- πάω
κουτουρού ή πάω στα κουτουρού, βλ. λ. κουτουρού·
- πάω
κώλο κώλο, βλ. λ. κώλος·
- πάω
με βήμα σημειωτόν, βλ. λ. σημειωτόν·
- πάω
με κάποια γυναίκα, συνουσιάζομαι μαζί της: «μ’ αυτήν έχω πάει μέχρι τώρα
καμιά δεκαριά φορές»·
- πάω
με κάποιον, συμπαρατάσσομαι μαζί του: «αν θα πάω με κάποιον, αυτός είναι ο
τάδε»·
- πάω
με τα νερά του, αποδέχομαι τις απόψεις, τις συνήθειες ή τις παραξενιές
κάποιου, δεν του φέρνω αντιρρήσεις, κάνω ό,τι μου λέει: «για να τα πας καλά
μαζί του, πρέπει να πας με τα νερά του»·
- πάω
με το μέρος του, βλ. λ. μέρος·
- πάω
με το μπαϊράκι (κάποιου), βλ. λ. μπαϊράκι·
- πάω
με το νόμο, βλ. λ. νόμος·
- πάω
με το παλιό, βλ. λ. παλιός·
- πάω
με το ρεύμα της εποχής, βλ. λ. ρεύμα·
- πάω
με τον μπούσουλα, βλ. λ. μπούσουλας·
- πάω
με τον ντορό, βλ. λ. ντορός·
- πάω
μέσα, βλ. λ. μέσα·
- πάω
μπρος, βλ. λ. μπρος·
- πάω
μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- πάω
να..., κοντεύω να…, πλησιάζω να…, κινδυνεύω να…: «έχω τόσα προβλήματα, που
πάω να τρελαθώ». (Λαϊκό τραγούδι: έχω κάψες, έχω κάψες στο κορμί και στο
μυαλό, είμαι φουλ ερωτευμένος, πάω να τρελαθώ, και να εκραγώ)· βλ.
και φρ. πήγε να(…)·
- πάω
να γουστάρω, βλ. λ. γουστάρω·
- πάω
να κρεπάρω, βλ. λ. κρεπάρω1·
- πάω
να τρελαθώ, βλ. λ. τρελαίνομαι·
- πάω
ντούκου, βλ. λ. ντούκου·
- πάω
πάσα πάσα, βλ. λ. πάσα·
- πάω
πάσο, βλ. λ. πάσο·
- πάω
πέρα, βλ. λ. πέρα·
- πάω
περίπατο, βλ. λ. περίπατος·
- πάω
πρίμα, βλ. λ. πρίμα·
- πάω
προς ανάγκη μου, βλ. λ. ανάγκη·
- πάω
προς νερού μου, βλ. λ. νερό·
- πάω
προς χοντρού μου, βλ. λ. χοντρός·
- πάω
προς ψιλού μου, βλ. λ. ψιλός·
- πάω
ρελάνς, βλ. λ. ρελάνς·
- πάω
σε μάκρος (κάτι), βλ. λ. μάκρος·
- πάω
σε τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- πάω
σεκόντο, βλ. λ. σεκόντο·
- πάω
σημειωτόν, βλ. λ. σημειωτόν·
- πάω
(στα) βαθιά (ενν. νερά), βλ. λ. βαθιά·
- πάω
στα βιολιά, βλ. λ. βιολί·
- πάω
στα σκοτεινά, βλ. λ. σκοτεινός·
- πάω
στα τυφλά, βλ. λ. τυφλός·
- πάω
στη θέση μου, βλ. λ. θέση·
- πάω
στη φυλακή ή πάω φυλακή, βλ. λ. φυλακή·
- πάω
στο μέρος, βλ. λ. μέρος·
- πάω
στο πουθενά, βλ. λ. πουθενά·
- πάω
στοίχημα, βλ. λ. στοίχημα·
- πάω
στον πάτο, βλ. λ. πάτος·
- πάω
στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- πάω
στρατιώτης, βλ. λ. στρατιώτης·
- πάω
τσαπαρί, βλ. λ. τσαπαρί·
- πάω
τσάρκα, βλ. λ. τσάρκα·
- πάω
φαντάρος, βλ. λ. φαντάρος·
- πάω
φιρί φιρί, βλ. λ. φιρί φιρί·
- πάω
χαμένος, βλ. λ. χαμένος·
- πες
μου με ποιον πας, να σου πω ποιος είσαι, βλ. συνηθέστ. πες μου ποιος
είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι, λ. φίλος·
- πήγα
κι ήρθα, κινδύνεψα πολύ σοβαρά: «έπαθα τέτοια διάτρηση στομάχου που πήγα κι
ήρθα», δηλ. πήγα στην άλλη ζωή κι επέστρεψα. Συνών. πέρασα απέναντι·
- πήγαν
όλα χαμένα, βλ. λ. χαμένος·
- πήγαν
στα πευκάκια ή πήγαν κατά τα πευκάκια, βλ. λ. πευκάκι·
- πήγε
απ’ την καρδιά του ή πήγε από καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- πήγε
από (κάτι), α. πέθανε από κάτι: «πήγε από καρκίνο». β.
σκοτώθηκε από κάτι: «πήγε από τροχαίο»·
- πήγε
πουφ ή πήγε στα πουφ, βλ. λ. πουφ·
- πήγε
(απ’ τον τάδε), συνελήφθηκε, προδόθηκε ή σκοτώθηκε, δολοφονήθηκε απ’ τον
τάδε: «αυτός που μου λες είναι τώρα φυλακή και πήγε απ’ τον τάδε || τον βρήκαν
νεκρό μέσ’ στο χαντάκι κι απ’ ό,τι λένε πήγε απ’ τον τάδε»·
- πήγε
αβάφτιστος, βλ. λ. αβάφτιστος·
- πήγε
αδιάβαστος, βλ. λ. αδιάβαστος·
- πήγε
άδικα, βλ. λ. άδικος·
- πήγε
άδικα των αδίκων, βλ. λ. άδικος·
- πήγε
άδοξα, βλ. λ. άδοξος·
- πήγε
άκλαυτος, βλ. λ. άκλαυτος·
- πήγε
αμόντε η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πήγε
άναυλα ή πήγε άναυλος, βλ. λ. άναυλος·
- πήγε
άπατα ή πήγε άπατος, βλ. λ. άπατος·
- πήγε
από κει που ’ρθε, βλ. λ. εκεί·
- πήγε
από μάτι ή πήγε από κακό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- πήγε
άψαλτος, βλ. λ. άψαλτος·
- πήγε
για μαλλί και βγήκε κουρεμένος, βλ. λ. μαλλί·
- πήγε
για μαμή κι έκατσε για λεχώνα, βλ. λ. μαμή·
- πήγε
για μαμή κι ήρθε στα βαφτίσια, βλ. λ. μαμή·
- πήγε
(για) παραθέριση, βλ. λ. παραθέριση·
- πήγε
εν τόπω χλοερώ, βλ. λ. τόπος·
- πήγε
η καρδιά μου να σπάσει ή πήγε να σπάσει η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- πήγε
η καρδιά μου στη θέση της ή πήγε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. λ. καρδιά·
- πήγε
η καρδιά μου στην Κούλουρη, βλ. λ. καρδιά·
- πήγε
η καρδιά μου στην κωλοτσέπη, βλ. λ. κωλοτσέπη·
- πήγε
η ψυχή μου στα δόντια μου, βλ. λ. δόντι·
- πήγε
η ψυχή μου στη θέση της ή πήγε η ψυχή μου στον τόπο της, βλ. λ. ψυχή·
- πήγε
η ψυχή μου στην Κούλουρη, βλ. λ. ψυχή·
- πήγε
καρφωτή, βλ. λ. καρφωτή·
- πήγε
καρφωτός, βλ. λ. καρφωτός·
- πήγε
κατά πέρα, βλ. λ. πέρα·
- πήγε
καταπέρα, βλ. λ. καταπέρα·
- πήγε
μ’ άδεια τα χέρια ή πήγε μ’ άδεια χέρια, βλ. λ. χέρι·
- πήγε
με τον καημό, βλ. λ. καημός·
- πήγε
να + αορ. στο γ΄ εν. πρόσ., αποτόλμησε, έκανε τη βλακεία, την ανοησία να…:
«πήγε να τα βάλει μ’ αυτό το θηρίο και την έπαθε || πήγε να κολυμπήσει με
γεμάτο στομάχι και κινδύνεψε να πνιγεί»·
- πήγε
να με φάει, αντέδρασε πολύ αρνητικά, πολύ βίαια σε βάρος μου: «μόλις του
ανακοίνωσα πως θέλω να διαλύσουμε το συνεταιρισμό μας, πήγε να με φάει»·
- πήγε
ολοσούμπιτος, βλ. λ. ολοσούμπιτος·
- πήγε
πίσω η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πήγε
πριν την ώρα του ή πήγε πριν της ώρας του, βλ. λ. ώρα·
- πήγε
σαν αδέσποτο σκυλί, βλ. λ. σκυλί·
- πήγε
σαν γαμπρός, βλ. λ. γαμπρός·
- πήγε
σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, βλ. λ. σκυλί·
- πήγε
σαν το σκυλί στο δρόμο, βλ. λ. σκυλί·
- πήγε
σούμπιτος, βλ. λ. σούμπιτος·
-
πήγε στ’ ανάθεμα, βλ. λ. ανάθεμα·
- πήγε
στα θυμαράκια, βλ. λ. θυμαράκια·
- πήγε
στα κομμάτια, βλ. λ. κομμάτι·
- πήγε
στα κυπαρίσσια, βλ. λ. κυπαρίσσι·
- πήγε
στα πευκάκια, βλ. λ. πευκάκι·
- πήγε
στα τσακίδια, βλ. λ. τσακίδια·
- πήγε
στα χαμομήλια, βλ. λ. χαμομήλι·
- πήγε
στην εξορία του Αδάμ, βλ. λ. εξορία·
- πήγε
στις αιώνιες μονές, βλ. λ. μονή·
- πήγε
στο βρόντο, βλ. λ. βρόντος·
- πήγε
στο διάβολο, βλ. λ. διάβολος·
- πήγε
στο Θεό, βλ. λ. Θεός·
- πήγε
στον αγύριστο, βλ. λ. αγύριστος·
- πήγε
στον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- πήγε
στον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- πήγε
στον ουρανό ή πήγε στους ουρανούς, βλ. λ. ουρανός·
- πήγε
στον Παράδεισο, βλ. λ. παράδεισος·
- πήγε
στραβά η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πήγε
στράφι, βλ. λ. στράφι·
- πήγε
στράφι η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πήγε
τεζαριστός, βλ. λ. τεζαριστός·
- πήγε
τζάμπα (και βερεσέ), βλ. λ. τζάμπα·
- πήγε
τζάμπα (και βερεσέ) η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πήγε
το φαΐ στη ράχη μου ή πήγε το φαΐ στην πλάτη μου, βλ. λ. φαΐ·
- πήγε
υπέρ πίστεως και πατρίδος, βλ. λ. πίστη·
- πήγε
υπέρ των φτωχών, βλ. λ. φτωχός·
- πήγε
φουνταριστός, βλ. λ. φουνταριστός·
- πήγε
φούντο ή πήγε στο φούντο, βλ. λ. φούντο·
- πήγε
(χαμένος) σαν το γέρο Μασούρα ή πήγε (χαμένος) σαν το γέρο το Μασούρα, βλ. λ. Μασούρας·
- πήγε
χαράμι, βλ. λ. χαράμι·
- πήγε
χορτάτος, βλ. λ. χορτάτος·
- πήγε
ψηλά, βλ. λ. ψηλός·
- πόσο
σου πήγε το κουστούμι; βλ. λ. κουστούμι·
- ...
που πήγε καπνός, βλ. λ. καπνός1·
- πού
θα μου πας! ή πού θα πας! (απειλητικά) δε θα μου ξεφύγεις, δε θα μου
γλιτώσεις, θα σου επιβάλω την τιμωρία που σου ετοιμάζω: «πού θα μου πας! Θα φας
το ξύλο της αρκούδας, όταν θα πέσεις στα χέρια μου». (Λαϊκό τραγούδι: θα σε
βρω, πού θα μου πας,κι αν έχεις φύγει, το βουνό με το βουνό ποτέ
σε σμίγει // μια του κλέφτη δυο του κλέφτη θα σε πιάσω, πού θα πας,και
τι έχω να σου κάνω μη το συζητάς). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το δε
θα πέσεις στα χέρια μου(;)·
- πού
πας ξεβράκωτος στ’ αγγούρια! βλ. λ. αγγούρι·
- πού πας ξυπόλυτος στ’
αγκάθια! βλ. λ. αγκάθι·
- πού
πας ξυπόλυτος στα κάρβουνα! βλ. λ. κάρβουνο·
- πού
στ’ ανάθεμα πήγε! βλ. λ. ανάθεμα·
- πού
στ’ ανάθεμα πήγες! βλ. λ. ανάθεμα·
- πού
στα κομμάτια πήγε! βλ. λ. κομμάτι·
- πού
στα κομμάτια πήγες! βλ. λ. κομμάτι·
- πού
στα τσακίδια πήγε! βλ. λ. τσακίδια·
- πού
στα τσακίδια πήγες! βλ. λ. τσακίδια·
- πού
στην ευχή πήγε! βλ. λ. ευχή·
- πού
στην ευχή πήγες! βλ. λ. ευχή·
- πού
στην οργή πήγε! βλ. λ. οργή·
- πού
στην οργή πήγες! βλ. λ. οργή·
- πού
στο δαίμονα πήγε! βλ. λ. δαίμονας·
- πού
στο δαίμονα πήγες! βλ. λ. δαίμονας·
- πού
στο διάβολο πήγε! βλ. λ. διάβολος·
- που
στο διάβολο πήγες! βλ. λ. διάβολος·
- πού
στο καλό πήγε! βλ. λ. καλός·
- πού
στο καλό πήγες! βλ. λ. καλός·
- πού
στον κόρακα πήγε! βλ. λ. κόρακας·
- πού
στον κόρακα πήγες! βλ. λ. κόρακας·
- πού
την πας τη δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
- πού
το πας; βλ. λ. πού·
- πώς
πάν’ κόρακα τα παιδιά σου; -Όσο πάνε και μαυρίζουν, βλ. λ. παιδί·
- πώς
πάν’ οι δουλειές; βλ. λ. δουλειά·
- πώς
πάν’ τα κέφια; βλ. λ. κέφι·
- πώς
πάν’ τα πράγματα; βλ. λ. πρά(γ)μα·
- πώς
πας; ή πώς τα πας; έκφραση ενδιαφέροντος κάποιου για τη δουλειά και
γενικά για την πορεία των πραγμάτων στη ζωή ενός ανθρώπου: «βρε, καιρό έχω να
σε δω, πώς τα πας;». (Λαϊκό τραγούδι: γεια σας φίλοι, τι χαμπάρια; δε μου
λέτε· πώς περνάτε; πώς πηγαίνουν οι δουλειές σας, με τη φτώχεια πώς τα πάτε;)·
- πώς
πήγε; (κάτι ή μια υπόθεση), πως εξελίχθηκε(;): «πώς πήγε η καινούρια σου
δουλειά; || πώς πήγε το δικαστήριο που είχες με τον τάδε;»·
- πώς
πήγες; ή πώς τα πήγες; (με κάποιον ή με κάτι), τι κατάληξη, τι
αποτέλεσμα είχες(;): «πώς τα πήγες με το διευθυντή σου; Σου ’δωσε την άδεια που
ήθελες; || πώς πήγες με τις εξετάσεις σου;»·
- ρωτώντας
πας στην πόλη, βλ. λ. πόλη·
- τα
λεφτά πάνε στα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- τα
πάμε καλά, βλ. λ. καλός·
- τα
πάμε μέλι γάλα, βλ. λ. μέλι·
- τα
πάω, (για χαρτοπαίγνιο ή κυβοπαιξία) δέχομαι το στοίχημα, ποντάρω: «όλ’
αυτά τα λεφτά τα πάω σ’ ένα φύλλο»·
- τα
πάω καλά με…, βλ. λ. καλός·
- τα
πάω όλα στον άσο, βλ. λ. άσος·
- τα
πήγε καλά, βλ. λ. καλός·
- τα
πράγματα δεν πάνε καλά, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τα
πράγματα πάνε κατά διαβόλου, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τα
στραβά γαϊδούρια τη νύχτα πάν’ και βόσκουν, βλ. λ. γαϊδούρι·
- τα
ψεύτικα λόγια δεν πάνε μακριά, βλ. λ. ψεύτικος·
- την
πήγε στα πευκάκια ή την πήγε κατά τα πευκάκια, βλ. λ. πευκάκι·
- την
πάω στο κρεβάτι, (για γυναίκες), βλ. λ. κρεβάτι·
- τι
(να) πά(με) να κάνουμε; βλ. λ. κάνω·
- το
βλάχο τον πάνε στα χαλιά κι αυτός θέλει τα σταλιά, βλ. λ. βλάχος·
- το
πάω για…, επιδιώκω κάτι: «με τον τρόπο που μου μιλάς, έχω την εντύπωση πως
το πας για καβγά»· βλ. και φρ. το πάει για…, λ. πάει·
- το
πάω λάου λάου, βλ. λ. λάου λάου·
- το
πάω μέχρι το τέλος, βλ. λ. τέλος·
- το
πάω σκοινί γαϊτάνι, βλ. λ. σκοινί·
- το
πάω σκοινί κορδόνι, βλ. λ. σκοινί·
- το
πάω στο άνετο, βλ. λ. άνετος·
- το
πάω φιρί φιρί, βλ. λ. φιρί φιρί·
- το
πήγα μια κι έξω, βλ. λ. έξω·
- το
πήγε στο φιλικό, βλ. λ. φιλικός·
- το
πολύ το πάνε κι έλα, φέρνει και μεγάλη τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- τον
πάω, (στη νεοαργκό) τον συμπαθώ: «πολύ τον πάω αυτόν τον άνθρωπο». (Λαϊκό
τραγούδι: πολύ σε πάω, παραμιλάω, είσαι η πρώτη και σ’ αγαπάω)·
- τον
πάω με χίλια, βλ. λ. χίλιοι·
- τον
πάω περίπατο, βλ. λ. περίπατος·
- τον
πήγα καροτσάκι, βλ. λ. καροτσάκι·
- τον
πήγαν μέσα, βλ. λ. μέσα·
- τον
πήγαν (οι) τέσσερις, βλ. λ. τέσσερις·
- τον
πήγαν σηκωτό, βλ. λ. σηκωτός·
- τον
πήγαν στα μνήματα, βλ. λ. μνήμα·
- τον
πήγε με χίλια, βλ. λ. χίλιοι·
- του
πάω πίσω τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά.