πάχη κ. πάχητα κ. πάχια, τα,
ουσ. [πλ. του ουσ. πάχος <αρχ. πάχος], η παχυσαρκία: «δε βλέπει τα πάχη
του, μόνο ξέρει να συμβουλεύει τους άλλους πώς ν’ αδυνατίσουν!»·
- μ’
έπεσαν τα πάχια, κουράστηκα υπερβολικά από το βάρος που σήκωσα: «μέχρι να
φέρω αυτό το μπαούλο απ’ τη στάση μέχρι το σπίτι, μ’ έπεσαν τα πάχια»·
- τα
πάχη μου τα κάλλη μου, αυτοσαρκασμός παχύσαρκου ατόμου.