πάτωμα,
το, ουσ. [<μσν.
πάτωμα <πατώνω], το πάτωμα. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του
πατώνω. 2. η πλήρης αποτυχία, η κατάταξη στο τελευταίο σημείο: «το
πάτωμα των υποψηφίων στις εισαγωγικές εξετάσεις των Α.Ε.Ι. απασχόλησε έντονα το
υπουργείο Παιδείας || τέτοιο πάτωμα στην ομάδα μας πρώτη φορά συμβαίνει στην
ιστορία της»·
- όταν
δε δουλεύει τ’ απάνω πάτωμα…, βλ. φρ. όταν δε λειτουργεί τ’ απάνω
πάτωμα(…)·
- όταν
δε λειτουργεί τ’ απάνω πάτωμα…, επιτιμητική έκφραση σε άτομο που δεν μπορεί
να σκεφτεί σωστά, λογικά, που είναι μικρόνους: «τι να σου κάνω, ρε παιδάκι μου!
Όταν δε λειτουργεί τ’ απάνω πάτωμα, όλοι θα σε ξεγελάνε».