πατιτούρα,
η, ουσ.
[<ιταλ. battitura], τρόπος αντιγραφής ή μεταφοράς
ενός σχήματος ή σχεδίου από την επιφάνεια που βρίσκεται σε μια άλλη με
ενδιάμεση τοποθέτηση διαφανέστατου χαρτιού: «θα ήταν πάρα πολύ καλό το σχέδιό
σου, αν δεν ήταν πατιτούρα»·
- το
κάνω πατιτούρα, ενεργώ ή συμπεριφέρομαι ακριβώς ολόιδια με έναν άλλον: «τον
θαυμάζει τόσο πολύ, που όπως συμπεριφέρεται, το κάνει κι αυτός πατιτούρα»·
- το
παίρνω πατιτούρα, βλ. φρ. το κάνω πατιτούρα.