πατιρντί,
το, άκλ. ουσ.
[<τουρκ. patirti]. 1. μεγάλος θόρυβος,
αναστάτωση, φασαρία, επεισοδιακός καβγάς: «τέτοιο πατιρντί χρόνια είχαμε να
δούμε». 2. το τρικούβερτο γλέντι: «να δεις πατιρντί εσύ στο σπίτι του τη
μέρα που απολύθηκε απ’ το στρατό»·
- έγινε
πατιρντί, α. δημιουργήθηκε πολύ ευχάριστη κατάσταση, επικράτησε
εκρηκτικό κέφι: «τη μέρα που απολύθηκε απ’ το στρατό, έγινε μεγάλο πατιρντί στο
σπίτι του». β. δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή, μεγάλη φασαρία: «όταν οι
δυο παρέες πιάστηκαν στα χέρια, έγινε πατιρντί μέσα στο μαγαζί». γ. παρατηρήθηκε
έντονη αναστάτωση από μεγάλη κοσμοσυρροή: «μπροστά στα εκδοτήρια των εισιτηρίων
έγινε πατιρντί για το μαγικό χαρτάκι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ.
ακολουθεί το μεγάλο. Για συνών. βλ. φρ. έγινε της κακομοίρας, λ.
κακομοίρης·
- θα
γίνει πατιρντί, α.
προειδοποιητική
ή απειλητική έκφραση σε κάποιον ότι θα ενεργήσουμε πολύ σκληρά σε βάρος του αν
συμπεριφερθεί με τρόπο που δε μας είναι αρεστός ή επιθυμητός: «αν δεν κλείσεις
το βρομόστομά σου θα γίνει πατιρντί και το φταίξιμο θα είναι δικό σου». β. θα
δημιουργηθεί πολλή ευχάριστη κατάσταση, θα επικρατήσει εκρηκτικό κέφι: «θα πάω
στο γάμο της τάδε, γιατί έμαθα πως θα φέρουν κλαρίνα και θα γίνει πατιρντί». Πολλές
φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το μεγάλο. Για συνών. βλ. φρ. θα
γίνει της κακομοίρας, λ. κακομοίρης.