πασχάλια
κ. πασκάλια,
τα, ουσ. [<μσν. Πασχάλιον (= πίνακας των κινητών εορτών που εξαρτώνται
από την ημερομηνία που πέφτει το Πάσχα)]·
- μου
πήραν τ’ αβγά και τα πασχάλια, βλ. λ. αβγό·
- χάνω
τ’ αβγά και τα πασχάλια, βλ. λ. αβγό·
- χάνω
τα πασχάλια μου, παθαίνω σύγχυση, δεν ξέρω πώς να ενεργήσω, χάνω τα λογικά
μου, τρελαίνομαι: «είχε τόσες πολλές στενοχώριες, που έχασε τα πασχάλια του ο
άνθρωπος». Από την εικόνα του ιερέα που χάνει το Πασχάλιον και δεν ξέρει πότε
πέφτουν οι κινητές γιορτές.