παστουρμάς
κ. παστρουμάς,
ο, [<τουρκ. pastirma], κομμάτι παστού κρέατος από
μεγάλο ζώο, ιδίως βουβάλι ή καμήλα, που το αρωματίζουν υπερβολικά με διάφορα
καρυκεύματα, το καλύπτουν με τσιμένι και το αποξηραίνουν: «όλοι οι Καραμανλήδες
τρελαίνονται για παστουρμά». Η βαριά μυρουδιά του παστουρμά επηρεάζει τον
ιδρώτα ή και τα ούρα πολλών ανθρώπων·
- δε
φοβάται ο παστουρμάς τ’ αλάτι, αυτός που πέρασε πολλές ταλαιπωρίες και
βάσανα στη ζωή του δε φοβάται αν του έρθουν νέα, γιατί είναι πια συνηθισμένος:
«θέλω να σου πω κάτι αλλά φοβάμαι μήπως σε στενοχωρήσω. -Δε φοβάται ο
παστουρμάς τ’ αλάτι, αγόρι μου, γιατί, αν μάθεις τι τράβηξα στη ζωή μου, θα
φρίξεις». Συνών. μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια ή μαθημένα τα βουνά
στα χιόνια / την πικρή τη μελιτζάνα, πάχνη δεν την πιάνει.