παστίτσιο,
το, ουσ.
[<ιταλ. pasticcio], το παστίτσιο·
- τα
’κανε παστίτσιο, μπέρδεψε τόσο πολύ μια δουλειά ή μια υπόθεση που δεν
μπορεί πια να βγάλει κανείς άκρη: «του ανέθεσα να μου τελειώσει μια δουλειά κι
αυτός τα ’κανε παστίτσιο» Από την εικόνα του παστίτσιου, που είναι από στρώσεις
μακαρονιών, κοκκινιστού κιμά και τελευταία με μια στρώση μπεσαμέλ, με
αποτέλεσμα να μην μπορεί κανείς να τα ξεχωρίσει μεταξύ τους·
- τον
κάνω παστίτσιο, τον νικώ, τον κατανικώ, τον διαλύω: «δεν τα βάζει μαζί μου,
γιατί, την προηγούμενη φορά που θέλησε να μου κάνει το μάγκα, τον έκανα παστίτσιο».