παστέλι,
το, ουσ.
[<μσν. παστίλλιν <ιταλ. pastello], είδος λαϊκού γλυκίσματος από μέλι και
σουσάμι, ιδιαίτερα αγαπητό στα μικρά παιδιά: «κάθε Κυριακή μετά την εκκλησία, ο
πατέρας μ’ αγόραζε ένα παστέλι, που το ’τρωγα με μεγάλη ευχαρίστηση»·
- παστέλι
με το μέλι! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα, που βλέπουμε να περνάει
από μπροστά μας.