πάστα,
η, ουσ.
[<ιταλ. pasta <ελλ. πάστη (= ζύμη)], η πάστα. 1. τα έμφυτα
στοιχεία που συγκροτούν το χαρακτήρα, τη φύση, το ποιόν του ανθρώπου: «δεν
ξέρει κανείς τι πάστα ανθρώπου είναι». 2. (ειρωνικά) τα ανθρώπινα
περιττώματα: «ποιος έκανε εκείνη την πάστα στην άκρη της αυλής;». Από τη
σχηματική ομοιότητα που έχουν ορισμένες φορές τα ανθρώπινα περιττώματα με την
πάστα. Υποκορ. παστούλα, η και παστάκι, το (βλ. λ.)·
- είναι
καμωμένοι απ’ την ίδια πάστα ή είναι πλασμένοι απ’ την ίδια πάστα, είναι
άνθρωποι των οποίων οι χαρακτήρες έχουν μεγάλη ομοιότητα: «απ’ τη μέρα που
γνωρίστηκαν, έγιναν κώλος και βρακί, γιατί είναι καμωμένοι απ’ την ίδια πάστα»·
- είναι
καμωμένος από άλλη (διαφορετική) πάστα ή είναι πλασμένος από άλλη
(διαφορετική) πάστα, είναι διαφορετικού χαρακτήρα σε σχέση με κάποιον ή
κάποιους άλλους: «δεν ταιριάζει με την παρέα μας αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι
πλασμένος από άλλη πάστα»·
- κακιά
πάστα, κακό ποιόν ανθρώπου: «πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι
κακιά πάστα»·
- καλή
πάστα, καλό ποιόν ανθρώπου: «μαζί του μπορείς να κάνεις άνετα παρέα, γιατί
είναι καλή πάστα»·
- πάστα
για τα δόντια ή πάστα δοντιών, η οδοντόκρεμα, η οδοντόπαστα: «μην
ξεχάσεις ν’ αγοράσεις και μια πάστα για τα δόντια».