απατώμαι,
ρ. [<απατώ],
εξαπατούμαι, ξεγελιέμαι: «ούτε που κατάλαβα πώς απατήθηκα, γιατί φαινόταν ένας
καθώς πρέπει άνθρωπος»·
- αν
δεν απατώμαι, αν υπολογίζω σωστά, αν δεν κάνω λάθος: «αν δεν απατώμαι,
κάπου έχουμε συναντηθεί»·
- απατάσαι,
αν νομίζεις ότι… ή απατάσαι, αν νομίζεις πως…, δεν υπολογίζεις
σωστά, κάνεις λάθος, γελιέσαι, ξεγελιέσαι, δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως τα
νομίζεις: «απατάσαι, αν νομίζεις ότι θα ’ρθεις κι εσύ μαζί μας || απατάσαι, αν
νομίζεις πως θα σε βοηθήσω».